Κατά κανόνα, η Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής ελέγχει την κατηγορία σε βάρος υπουργού και εν συνεχεία βγάζει πόρισμα το οποίο διαβιβάζει στην Ολομέλεια για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης.
Σε περίπτωση άσκησης διώξεως η υπόθεση διαβιβάζεται στο Δικαστικό Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, το οποίο διενεργεί κύρια Ανάκριση σύμφωνα με τον κώδικα ποινικής δικονομίας.
Ως εδώ όλα καλα, θα έλεγε κανείς. Είναι όμως; Πέραν της απειρίας και έλλειψης των σχετικών νομικών γνώσεων των βουλευτών, κάθε βουλευτής στηρίζει τη γραμμή του κόμματός του με ξεχωριστά πορίσματα και τελικά επικρατεί αυτό της πλειοψηφίας.
Επί της ουσίας, στήνεται μια διαδιακασία η οποία δεν παρουσιάζει κανένα νομικό ενδιαφέρον. Αν και προεχόντως νομική από τη φύση της, η διαδικασία αυτή εκπίπτει σε θέατρο κομματικών αντεγκλήσεων. Οι μεν θεωρούν τον ελεγχόμενο αθώο, οι δε ένοχο. Δεν ενδιαφέρει κανέναν το αποδεικτικό υλικό ή οι πραγματικές περιστάσεις.
Ο βαθμός ενοχής είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την κομματική πλειοψηφία. Εάν η πλειοψηφία αποφανθεί «αθώος», τότε ο ελεγχόμενος παραδίδεται στην κοινωνία άσπιλος. Εάν πει «ένοχος», τότε θα τον συνοδεύει η χλεύη και η αποδοκιμασία.
Η δύναμη της μειοψηφίας έγκειται στο πόσο δυνατά φωνάζει, ώστε να γίνει viral για να κερδίσει τις εντυπώσεις προς άγρα ψήφων. Για αυτό εξεμάνησαν με την επιλογή Τριαντόπουλου. Έχασαν το σόου.
Είναι δε σουρεαλιστικό ότι το σύνολο της αντιπολίτευσης καμώνεται πως εμπιστεύεται περισσότερο μια επιτροπή που την πλειοψηφία έχει η κυβερνώσα παράταξη και όχι το δικαστικό συμβούλιο...