Η δικαιολογημένη οργή που προκύπτει από τη συναισθηματική φόρτιση των πολιτών λόγω της τραγωδίας των Τεμπών, καθώς και το αίτημα των συγγενών για απόδοση δικαιοσύνης και πλήρους διαλεύκανσης, είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι η προσπάθεια αυτή η οργή να μετατραπεί σε αγανάκτηση.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης εμφανίζονται να επιδιώκουν τη δημιουργία δεξαμενής ψηφοφόρων που θα κινούνται με γνώμονα την αρνητική ψήφο, δηλαδή της καταψήφισης της κυβερνώσας παράταξης.
Ως εδώ, ας πούμε καλά. Το πρόβλημα είναι η διαρκής προσπάθεια η οργή να γίνει κύμα αμφισβήτησης και αγανάκτησης μέσω διαφόρων αφηγημάτων.
Οι ύβρεις και οι ακραίοι χαρακτηρισμοί σε συνδυασμό με την προσπάθεια ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής με καταγγελίες που δεν εδράζονται πουθενά και τις συνεχείς αναφορές σε θέματα που ουσιαστικά ρίχνουν λάδι στη φωτιά, έχουν έναν και μοναδικό στόχο: την αγανάκτηση που θα αποτελέσει τη βάση για νέες πλατείες και αναταραχή.
Το ερώτημα είναι πόση οργή αντέχουμε και ποιον ή ποιους εξυπηρετεί; Η αλήθεια είναι πως η οργή εξυπηρετεί μόνο αυτούς που δεν επιθυμούν σταθερότητα και όσους αδυνατούν να ελέγξουν, για παράδειγμα, την κυβέρνηση. Αυτούς που διαπιστώνουν ότι η αντιπολίτευση δεν δύναται να λειτουργήσει καν ως αντίβαρο. Και φυσικά, αυτούς που αδυνατούν να δικαιολογήσουν τον ρόλο τους και την πολιτική ύπαρξή τους στο σημερινό σκηνικό.
Η οργή, ενώ είναι δικαιολογημένη σε περιπτώσεις όπως η τραγωδία στα Τέμπη, εργαλειοποιείται και μεταφέρεται στην πολιτική σκηνή ως αντιστάθμισμα στις ελλείψεις της αντιπολίτευσης. Καλλιεργείται με γνώμονα την πρόκληση φθοράς στην κυβέρνηση.
Μόνο που όσο μεγαλώνει το τέρας που ταΐζουν, τόσο θα ζητεί και περισσότερο αίμα και κάποια στιγμή, ανεξέλεγκτο, θα αναζητεί τροφή, εξυπηρετώντας τους ακραίους που με τοξικότητα, λαϊκισμό και fake news καταφέρνουν να παραμένουν στο προσκήνιο.
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»