Από την… κούπα του Πυθαγόρα μέχρι τις δηλώσεις ότι ο Τσίπρας επιστρέφει για να… σώσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, και από την καταστροφολογία και το όχι σε όλα μέχρι την επαναφορά του συνθήματος «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα» –εν όψει ΔΕΘ–, στο ΠΑΣΟΚ δείχνουν ότι επικρατεί αγωνία και άγχος. Το ενδεχόμενο ενός νέου pasokifikation προκαλεί έντονο προβληματισμό.

Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η… ενδεχόμενη επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα δημιουργεί αναταράξεις. Είναι ένα θέμα όντως. Δεν είναι το μόνο και δεν είναι και το κυρίαρχο, απλώς λειτουργεί προσθετικά σε μια εικόνα που δεν δύναται να χαρακτηριστεί ικανή ώστε να αλλάξει τα δεδομένα στην πολιτική σκηνή της χώρας. Μια εικόνα που, στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν ανταποκρίνεται στο… σύνθημα περί δήθεν «σοβαρής αντιπολίτευσης».

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μέσος όρος των δημοσκοπήσεων του Ιουνίου –πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές δηλαδή– στην εκτίμηση ψήφου μάλιστα ήταν της τάξης του 13,92%. Το ΠΑΣΟΚ στις ευρωεκλογές έλαβε 12,79% και στις δεύτερες εκλογές του 2023 11,84%. Δεν το λες αυτό και… εκτίναξη, τη στιγμή που η κυβέρνηση μπαίνει στο δεύτερο μισό της συνταγματικής –δεύτερης συνεχούς– θητείας της.

Πολύ περισσότερο, τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ –ελέω διάσπασης ΣΥΡΙΖΑ– βρίσκεται στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η κυβέρνηση βάλλεται πανταχόθεν με θεωρίες συνωμοσίας και fake news σε μια προσπάθεια φθοράς της, κυρίως όμως φθοράς του Κυριάκου Μητσοτάκη, που παραμένει με μεγάλη διαφορά καταλληλότερος για πρωθυπουργός.

Οι δηλώσεις του Νίκου Ανδρουλάκη και των στελεχών του ΠΑΣΟΚ, ο διαρκής καταγγελτικός λόγος, η άρνηση και η προσπάθεια δημιουργίας μιας εικόνας ολικής καταστροφής έρχονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα με προβλήματα μεν, αλλά σε καμία περίπτωση δυστοπική, αν ληφθεί υπόψη και το διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον. Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει το πού βρίσκεται σήμερα η χώρα και το κατά πόσο δύναται να αντεπεξέλθει σε κρίσεις που πλήττουν μάλιστα την καρδιά της Ευρώπης.

Αυτό ενδέχεται να οδηγήσει τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που αρέσκονται στην καταστροφολογία και έχουν βρεθεί στις τάξεις του ελέω της διάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ σε μια αντίστροφη πορεία. Η παρουσία καλύτερων εκφραστών του λαϊκισμού και της «μαύρης αγκινάρας» δύνανται να προσελκύσουν εκ νέου ένα τμήμα αυτών που κινούνται στη λογική των hashtags του Διαδικτύου με την ονομασία «χάος δαγκωτό».

Το ΠΑΣΟΚ, με βάση τις δημοσκοπήσεις, δεν έχει περιθώρια άλλων απωλειών. Η σημερινή κατάσταση δεν ευνοεί το αφήγημα περί νίκης στις επόμενες εθνικές εκλογές, μια απώλεια ποσοστών θα οδηγήσει στα τάρταρα την ήδη κινούμενη σε χαμηλές πτήσεις ψυχολογία στελεχών και οπαδών.

Η τακτική της υιοθέτησης θεωριών συνωμοσίας δεν έχει βοηθήσει τη Χαριλάου Τρικούπη. Αντιθέτως, έχει πλήξει την όποια επιχείρηση «προσάρτησης» κεντρώων ψηφοφόρων. Ο λαϊκισμός και η τοξικότητα, επίσης. Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν πως εμφανίζεται να κινείται όλο και πιο αριστερά εγκαταλείποντας το κέντρο. Οι ίδιοι άλλωστε σημειώνουν πως αυτό το κενό στην Κεντροαριστερά είναι που εκτιμά ότι θα καταφέρει –άγνωστο πώς– να καλύψει ο Αλέξης Τσίπρας που εμφανίζεται –με σημαντική θα έλεγε κανείς υποστήριξη– ως… αναγεννημένος με νέο σύνθημα τον δημοκρατικό καπιταλισμό και στόχο τη στροφή στη σοσιαλδημοκρατία από τη ριζοσπαστική αριστερά.

Η έννοια του pasokification κάνει εκ νέου εμφάνιση, παρότι μετά το 2020 –ελέω μια κάποιας ανάταξης των σοσιαλιστών της Ευρώπης και των αλλαγών που ακολούθησαν τις εκλογές του 2023– είχε χαθεί από το λεξιλόγιο των αναλυτών. Αλλωστε και στην Ευρώπη η αναγέννηση των σοσιαλιστών χάθηκε στις γενικότερες γεωπολιτικές και οικονομικές εξελίξεις.

Ακόμη και τα όσα φέρεται να υποστηρίζει το ΠΑΣΟΚ για την οικονομία και την ανάπτυξη έρχονται να δείξουν πως κινείται υπό καθεστώς άγχους. Υποσχέσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τις δυνατότητες της οικονομίας και δημιουργία pasokoeconomics προκείμενου να καταστούν πιστευτές παροχές από χρήματα που δεν υπάρχουν αίρουν τα περί δήθεν σοβαρής αντιπολίτευσης και κυρίως καθιστούν δυσλειτουργική την όποια προσπάθεια δημιουργίας οράματος και ελπίδας.

Σε κάθε περίπτωση, οι επόμενοι μήνες θα είναι ενδεικτικοί για το πού θα βαδίζει η χώρα και πού η αντιπολίτευση. Μόνο που σε δύσκολες στιγμές και σε περιόδους κρίσης είναι προβληματικό να επιχειρείται η μεταφορά των εσωκομματικών προβλημάτων και προβληματισμών στην κεντρική πολιτική σκηνή και στους πολίτες.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο».