Ο Γιάννης Παλαβός επανέρχεται στην πεζογραφία με δώδεκα διηγήματα, όπου ανθοβολεί μια φύση ευδαίμων και δαιμονική. Ουράνια τόξα αιωρούνται πάνω από αστραποβόλα ποτάμια, κοιλάδες λαμποκοπούν κάτω από τον ήλιο, πλαγιές κατάφυτες με πλατάνια κατρακυλούν προς το νερό, μαντριά ασπρίζουν πάνω από γκρεμούς, πουλιά φτεροκοπούν κελαηδώντας προς το σούρουπο, σπαρτά γέρνουν κατάφορτα στο φύσημα του ανέμου, ξωκλήσια προβάλλουν σε γήλοφους. Oμως, το βορειοελλαδίτικο τοπίο δεν είναι αναίμακτο. Αίμα κυλάει στις ρωγμές του εδάφους, αίμα βάφει τις πέτρες ενός αφρισμένου ποταμού, πτώματα σωριάζονται στις αυλόπορτες, ενώ οι ρίζες μιας καρυδιάς σκεπάζουν ανθρώπινα οστά.

Αναβιώνοντας την τοπιογραφία της γενέτειράς του, του Βελβεντού Κοζάνης, ο Παλαβός ενθέτει στην ειδυλλιακή ομορφιά των εικόνων το ίχνος μιας ασίγαστης βίας. Οι ήρωές του, σφυροκοπημένοι στην αδυσώπητη στυγνότητα της αγροτικής ζωής, δεν προβάλλουν αντιστάσεις στα άγρια ένστικτά τους. Η γη, σύμφυτη με την αυτοσυντήρηση, τους επιβάλλει μια χοϊκή ωμότητα. Στη «Λιακάδα» ζώα μολυσμένα με λύσσα δηλητηριάζουν ζωντανά και ανθρώπους και οι τελευταίοι φονεύουν λυσσαλέα τα μιαρά θηράματα, προσμένοντας να ξεκουραστούν στη λιακάδα του Απρίλη. Στον «Σταυρό» μικρά αγόρια παίζουν ξύλο στον αυλόγυρο ενός ναΐσκου διεκδικώντας τον σταυρό και τα εξαπτέρυγα για την πομπή του Επιταφίου. Στα «Μάτια» δύο άντρες σκοτώνουν τον δεσπότη του χωριού, επειδή δεν δέχθηκε να λειτουργήσει το οικογενειακό τους ξωκλήσι. Με μάτια πένθιμα ένας άντρας ατενίζει μια κοιλάδα παλλόμενη από εαρινή ευφροσύνη, ενόσω σκέφτεται πως κάπου πέρα «η φλογίτσα θα τρεμοπαίζει πίσω απ’ το τζαμάκι». Στο μνήμα της μητέρας του.

Στο τελευταίο διήγημα, ομότιτλο της συλλογής, μια γυναίκα «γερνάει άκληρη», στιγματισμένη από τον οίκτο των χωριανών. Ωστόσο, ένα απόγευμα, καθώς στεκόταν μπροστά στον νάρθηκα, ο Χριστός ήρθε και φώλιασε στον κόρφο της. Το φωτοστέφανο του νηπίου έλαμπε κάτω από την πλεκτή ζακέτα της και εκείνο το «ανοιξιάτικο, φωτεινό» απόγευμα η γυναίκα μετοίκησε στον παράδεισο. Εξίσου χαρισάμενος και ένας άντρας, ο σαλός του χωριού, ο οποίος, χάρη σε ένα όλβιο όνειρο, βρέθηκε κάτω από τη λίμνη, όπου είχαν ποντιστεί τα κτήματά του, και ξαναείδε καρποφορούσα την αγαπημένη του κερασιά. Τα δύο πεζά, τα πιο όμορφα του βιβλίου, αντιτάσσουν το υπερλογικό στοιχείο στον σκληρό ρεαλισμό της ποιμενικής ζωής. Η αποθηρίωση που εγκυμονεί το άχθος της επιβίωσης εκβάλλει σε μεταφυσικά όνειρα που φέρουν την υπόσχεση της εξιλέωσης.

Η αιμόφυρτη φύση αποδεικνύεται καθαρτήρια για το χυμένο αίμα. Ξαγρυπνώντας το ματωμένο κουφάρι ενός ελαφιού, ένα αγόρι κλαίει τη νεκρή μητέρα του. Ενας άντρας, ξέπνοος από το πένθος, πίνει νερό από μια πηγή που υποσχόταν γλυκό ύπνο. Ενας άλλος σπαράζει μπροστά στην καρυδιά που έγινε το μνήμα του πατέρα του. Η Βάγια παίρνει εκδίκηση για τον νεκρό γιο της, βρίσκοντας τον ιδανικό συνεργό στους φονικούς καρπούς ενός χωραφιού.

Μακριά από τις φαιδρές αστειότητες της πρώτης του διηγηματογραφικής συλλογής, ο Παλαβός φαίνεται να έχει κατακτήσει ένα ενδιαφέρον αφηγηματικό ύφος, με κέντρο του μια εικονοποιία πυκνή σε υποδηλώσεις. Εχω, ωστόσο, τη γνώμη πως οι κοφτές φράσεις είναι συγγραφική παγίδα και ευκολία. Συχνά, αντί να δημιουργούν υποβόσκουσα ένταση, φανερώνουν αφηγηματική ατολμία, εντείνοντας την υποτονικότητα των αφηγούμενων. Ο Παλαβός αποφεύγει εν μέρει την παγίδα, κατευθύνοντας το βλέμμα του αναγνώστη προς την υπόρρητη βία που επωάζεται φράση τη φράση. Η μονότονη παράταξη του λόγου δεν αναστέλλει την ικανότητα της γραφής να αναπαριστά μια φύση που υποδέχεται το ιερό και το βέβηλο, το θαύμα και τον θάνατο, το ποιμενικό και το ποινικό.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΒΟΣ
Το παιδί
εκδ. Νεφέλη, σελ. 108