Και τώρα, δουλειά: Η ολοκλήρωση της διαδικασίας ανάγνωσης των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης και της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης σηματοδοτεί και επισήμως πλέον το ξεκίνημα του νέου κύκλου στον οποίο εισέρχεται το κυβερνητικό έργο. Αρκετές φορές ωστόσο και στις δύο ομιλίες του στη Βουλή αυτές τις τρεις μέρες που κράτησε η κοινοβουλευτική διαδικασία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε στην παραγωγική Ελλάδα και τον πολυδιάστατο εκσυγχρονισμό, τον οποίο έθεσε ως μία από τις βασικές προτεραιότητες γι’ αυτή την τετραετία.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Είναι σαφές ότι η παραγωγική Ελλάδα αναφέρεται λοιπόν στην Ελλάδα της ανάπτυξης και της οικονομικής άνθησης που αναμένεται τα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα δε μετά την πολυαναμενόμενη επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα. Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία τέσσερα χρόνια και ιδίως ύστερα από το τέλος της πανδημίας υπήρξαν και παραμένουν εντυπωσιακές, με αποτέλεσμα η χώρα μας να καταγράφει υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τον μέσο όρο της ευρωζώνης ή ακόμη και από ισχυρότερες οικονομίες σε όλο τον πλανήτη, συμπεριλαμβανομένης π.χ. της αμερικανικής.
Τούτο αφενός οδηγεί τους αναλυτές να μιλούν για ένα «ελληνικό θαύμα», αφετέρου βάζει τις βάσεις για να αλλάξει το πρότυπο και το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας, το οποίο για πολλά χρόνια στηριζόταν με στρεβλό τρόπο κυρίως στον τριτογενή τομέα και κυρίως τις υπηρεσίες, με αποτέλεσμα αυτό να είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα βυθίστηκε στην κρίση και οδηγήθηκε στα Μνημόνια της περασμένης δεκαετίας.
Οταν λοιπόν ο πρωθυπουργός μιλά για παραγωγική Ελλάδα, εννοεί ακριβώς αυτό: τη στροφή σε ένα νέο πρότυπο και ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο, για παράδειγμα, δίνει έμφαση στις νέες τεχνολογίες και είναι συμβατό με τα νέα δεδομένα που επικρατούν στη βιομηχανία και το εμπόριο. Στην αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και τους καλύτερους μισθούς, στην προσέλκυση των ξένων επενδυτών μέσα από φορολογικά και άλλα κίνητρα, αλλά και στην αύξηση των εξαγωγών που μειώνει αντίστοιχα το εμπορικό έλλειμμα που καταγράφει για δεκαετίες η Ελλάδα, καθώς το νέο παραγωγικό μοντέλο συμβάλλει πρώτιστα στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής.
Ακόμη και ο στόχος που έθεσε ο κ. Μητσοτάκης για παραγωγή του 80% της απαιτούμενης ενέργειας προκειμένου να καλυφθούν οι εγχώριες ανάγκες από ανανεώσιμες πηγές έως τα τέλη της δεκαετίας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το νέο παραγωγικό μοντέλο, για τη νέα Ελλάδα που ο ίδιος οραματίζεται και η κυβέρνησή του ξεκίνησε ήδη να εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση.
Την ίδια στιγμή, ο πολυδιάστατος εκσυγχρονισμός στον οποίο αναφέρθηκε ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο εκσυγχρονισμός των δομών, της λειτουργίας, αλλά και των νοοτροπιών που διέπουν την ίδια την κοινωνία και όχι μόνο τον δημόσιο τομέα. Η ψηφιακή Ελλάδα βρίσκεται, για παράδειγμα, στην κορυφή των προτεραιοτήτων του κυβερνητικού έργου, αλλά δεν εξαντλείται στην αναβάθμιση και τον εμπλουτισμό υπηρεσιών του gov.gr που άλλαξε τα προηγούμενα χρόνια τον τρόπο με τον οποίο όχι απλώς συναλλασσόμαστε, αλλά και αντιμετωπίζουμε το ίδιο το Δημόσιο.
Η ψηφιακή Ελλάδα αναφέρεται στην εκπαίδευση – διόλου συμβολική άλλωστε η «μετακόμιση» του δημιουργού του gov.gr, Κυριάκου Πιερρακάκη, στο υπουργείο Παιδείας και η άμεση προσπάθεια παράκαμψης του άρθρου 16 για τη δημιουργία μη κρατικών πανεπιστημίων – στην αγορά εργασίας, στις υπηρεσίες και σε ολόκληρο το πλέγμα των υπηρεσιών, είτε αφορά δηλαδή τον δημόσιο είτε τον ιδιωτικό τομέα.
Διόλου τυχαίο επίσης είναι το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός αναφέρεται διαρκώς στο στόχο για την Ελλάδα του 2030, ο οποίος φανερώνει και την πρόθεσή του να ξεδιπλώσει το σχέδιό του σταδιακά, σε βάθος χρόνου – ενδεχομένως, δε, και σε μία ακόμη τετραετία, γεγονός που φαντάζει αυτή τη στιγμή εξαιρετικά εφικτό με βάση την κατάσταση στην αντιπολίτευση και το ευρύτερο πολιτικό κλίμα που αποτυπώθηκε στο αποτέλεσμα των εκλογών.
Ο πολυδιάστατος εκσυγχρονισμός αφορά μ’ αυτή την έννοια και τη νοοτροπία της κοινωνίας και την πολιτική ζωή του τόπου, εξ ου και ο κ. Μητσοτάκης μιλά διαρκώς για «κυβέρνηση όλων των Ελλήνων» και εμφανίζεται ενωτικός, καταργώντας για πρώτη φορά στην πράξη τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς.
Ο πρωθυπουργός κατ’ αυτόν τον τρόπο δίνει μια άλλη έννοια στην πρόοδο και τη μεταρρύθμιση, βάζοντας πάνω απ’ όλα το καλό του τόπου, την ευημερία των πολιτών και τη (σταδιακή) εξάλειψη των κακώς κειμένων από τα οποία υπέφερε και υποφέρει η μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Στην ουσία, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι στοχεύει να ολοκληρώσει τον ατελή εκσυγχρονισμό που ξεκίνησαν να εφαρμόζουν στο παρελθόν –έστω και υπό άλλες συνθήκες και σε άλλες εποχές– ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Κώστας Σημίτης ή ακόμη και ο Ανδρέας Παπανδρέου στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αμβλύνοντας τις γωνίες και τις αντιθέσεις της μεταδικτατορικής περιόδου.