Στις 28 Οκτωβρίου 1940, η Ελλάδα αρνήθηκε την είσοδο ιταλικών στρατευμάτων στο έδαφός της. Ο Ιωάννης Μεταξάς απάντησε στο τελεσίγραφο του Μουσολίνι με τη φράση «Alors, c’est la guerre» («Λοιπόν, είναι πόλεμος»), σηματοδοτώντας την έναρξη ενός πολέμου που θα χαρακτήριζε για πάντα την ελληνική αντίσταση και την εθνική αξιοπρέπεια στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ελληνοϊταλικός Πόλεμος: θάρρος και στρατηγική
Η ιταλική εισβολή ξεκίνησε τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 στην Ήπειρο, με στόχο την κατάληψη των Ιωαννίνων και την ταχεία εξουδετέρωση της Ελλάδας. Ο Μουσολίνι πίστευε πως σε λιγότερο από δύο εβδομάδες οι στρατιώτες του θα ανέβαιναν στην Ακρόπολη.
Οι Ιταλοί εισέβαλαν με περίπου 88.000 άνδρες και σύγχρονο εξοπλισμό, υπολογίζοντας σε εύκολη νίκη. Οι ελληνικές δυνάμεις, περίπου 35.000 στρατιώτες, αμύνθηκαν αξιοποιώντας τη γνώση του ορεινού εδάφους και τις φυσικές διαβάσεις της Πίνδου. Οι μάχες υπήρξαν σφοδρές και συνεχείς. Οι ελληνικές μονάδες εκμεταλλεύτηκαν ενέδρες σε στενά φαράγγια, διατήρησαν υψηλό ηθικό με θάρρος και πειθαρχία και κατάφεραν να σταματήσουν την προέλαση των Ιταλών.
Στις 14 Νοεμβρίου ξεκίνησε η ελληνική αντεπίθεση προς την Κορυτσά. Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν προωθηθεί σε περίπου ένα τέταρτο της αλβανικής επικράτειας, καταλαμβάνοντας κατά σειρά τις πόλεις Κορυτσά, Πόγραδετς, Αγίους Σαράντα, Αργυρόκαστρο και Χειμάρρα. Η ιταλική αντεπίθεση τον Μάρτιο του 1941 απέτυχε, με μοναδικό τους κέρδος μικρές εδαφικές εκτάσεις βόρεια της Χειμάρρας.
Οι επιχειρήσεις διεξήχθησαν κάτω από ακραίες καιρικές συνθήκες: θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν, πυκνό χιόνι και δύσβατα μονοπάτια που δυσκόλευαν την τροφοδοσία και τη μετακίνηση. Παρά τις κακουχίες, οι Έλληνες στρατιώτες απέδειξαν εξαιρετική στρατηγική σκέψη και αντοχή, επιτυγχάνοντας μία από τις πρώτες νίκες των Συμμάχων στην Ευρώπη εκείνης της περιόδου.
Οι γυναίκες της Ηπείρου
Οι γυναίκες διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο. Μετέφεραν τρόφιμα, φάρμακα και πυρομαχικά στα μέτωπα, νοσηλεύοντας τραυματίες και φροντίζοντας τα χωριά που έμεναν πίσω. Εκατοντάδες συμμετείχαν σε δίκτυα αντίστασης, προσφέροντας ασφαλή καταφύγια και πληροφορίες για τις κινήσεις των Ιταλών.
Η συμβολή τους κράτησε αξιόμαχο τον στρατό, ενίσχυσε το ηθικό των στρατιωτών και στήριξε τις τοπικές κοινότητες μέσα στις συνθήκες ενός σφοδρού πολέμου.
Γερμανική εισβολή και Κατοχή
Μετά την αποτυχία της Ιταλίας, η Γερμανία εισέβαλε στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941 με την επιχείρηση «Μαρίτα». Οι ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις αντιστάθηκαν στα οχυρά του Ρούπελ, στη Θεσσαλία και στην Κρήτη, όμως η υπεροχή των Γερμανών σε τεθωρακισμένα, αεροπορία και συντονισμό οδήγησε στην κατάληψη της Αθήνας στις 27 Απριλίου και στην πλήρη κατάληψη της χώρας μέχρι τον Ιούνιο. Η Ελλάδα χωρίστηκε σε γερμανική, ιταλική και βουλγαρική ζώνη κατοχής, με δραματικές συνέπειες για τον πληθυσμό.
Η πείνα στοίχισε τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες πολίτες. Οι κακουχίες και οι μαζικές εκτελέσεις, όπως στα Καλάβρυτα και στο Δίστομο, καθώς και το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων, όπου εξοντώθηκε σχεδόν το 90% της κοινότητας, δείχνουν το μέγεθος της ανθρώπινης τραγωδίας.
Συνολικά, οι ελληνικές απώλειες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εκτιμάται ότι κυμαίνονται από 300.000 έως και 800.000 άτομα, δηλαδή από 5 έως 11% του πληθυσμού, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη.
Το «Όχι»: ιστορία και παρόν
Η νίκη των Ελλήνων ενάντια στους Ιταλούς επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941, ενέπλεξε τις γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη Μάχη της Μόσχας.
Το «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου 1940 δεν είναι απλώς μια λέξη. Είναι η απόδειξη ότι ένα μικρό έθνος μπορεί να σταθεί απέναντι σε μεγάλες δυνάμεις, όταν υπάρχει αποφασιστικότητα και στρατηγική σκέψη. Όσοι αγνοούν τα γεγονότα μειώνουν τις θυσίες των Ελλήνων στρατιωτών και πολιτών. Όσοι περιφρονούν μνημεία όπως ο Άγνωστος Στρατιώτης, δεν προσβάλλουν μόνο το παρελθόν, αλλά και την ίδια τη χώρα και όσους θέλουν να κατανοήσουν την Ιστορία. Η Ελλάδα πλήρωσε ακριβά την ελευθερία της. Η αδιαφορία δεν θα σβήσει τα γεγονότα, ούτε θα εξαλείψει το «Όχι» που άλλαξε την πορεία της χώρας.
