Ο Σπύρος Μπιμπίλας, ο αγαπημένος ηθοποιός και πρόεδρος του ΣΕΗ, αποφάσισε να μη δείξει «μεγαλοψυχία». Όχι, δεν θα αποσύρει την αγωγή του κατά του Αλέξη Κούγια. Όχι μία, αλλά δύο. Μάλιστα, η δεύτερη κατατέθηκε προτού ο γνωστός ποινικολόγος φύγει από τη ζωή.

Την ώρα που πάλευε για τη ζωή του στην εντατική. Όχι από νομική επιπολαιότητα. Αλλά από… διορατικότητα. Ο Μπιμπίλας, βλέπετε, γνώριζε ότι από πεθαμένο δεν διεκδικείς. Οπότε έσπευσε. Ηθικά, όμως. Πάντα ηθικά.

Γιατί όπως εξηγεί, δεν το κάνει για τον εαυτό του. Το κάνει «για παραδειγματισμό». Και τα χρήματα που θα λάβει (αν τα λάβει), δεν θα τα κρατήσει. Όχι. Θα τα δώσει «εκεί που πρέπει». Όπου κι αν είναι αυτό. Το σημαντικό είναι να γίνει το ηθικό μάθημα: ότι δεν μπορεί κανείς να σε αποκαλεί «βρωμερό» χωρίς συνέπειες. Κι αν ο θύτης πεθάνει; Υπάρχουν οι κληρονόμοι. Τα παιδιά. Δεν φταίνε, αλλά —όπως είπε— «είναι οι κληρονόμοι». Να νιώσουν κι αυτά λίγο «παραδειγματισμό».

Αυτό είναι το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς. Εκεί όπου η εκδίκηση μεταμφιέζεται σε αξιακό κώδικα και η νομική επιμονή σε πένθος με ταξικό πρόσημο. Ο Μπιμπίλας δεν αποζητά χρήματα για τον εαυτό του — αποζητά αποκατάσταση για όλους. Κι αν αυτό σημαίνει να κυνηγάς μια οικογένεια που θάβει τον πατέρα της, ε, ας είναι. Το δίκιο είναι με το μέρος του καλού. Και το καλό, όπως ξέρουμε, ψηφίζει πάντα αριστερά.

Πίσω από τις κουβέντες περί ηθικής, πίσω από τις ευαισθησίες και τις ατάκες για «κοινωνική δικαιοσύνη», δεν βρίσκεται τίποτα άλλο από την πιο ωμή μορφή προσωπικής τιμωρίας. Το σύστημα που τόσο κατήγγειλαν για απανθρωπιά, το χρησιμοποιούν τώρα με χειρουργική ακρίβεια. Με σχέδιο. Με δεύτερη αγωγή — την ώρα που η πρώτη αγωγή ακόμα εκκρεμεί.

Το μόνο που μένει να διευκρινιστεί είναι το εξής: όταν μιλάμε για «ηθικό πλεονέκτημα», εννοούμε ηθική ή απλώς το πλεονέκτημα;