Ένα βίντεο από την Αμερική σόκαρε τις τελευταίες μέρες: η 23χρονη Ουκρανή Ιρίνα Ζαρούτσκα δέχεται επίθεση μπροστά σε δεκάδες περαστικούς, κι όμως κανείς δεν παρεμβαίνει. Κάποιοι κοιτούσαν, άλλοι τραβούσαν βίντεο, λίγοι φώναξαν... κανείς όμως δεν έδρασε όπως θα περίμενε κανείς. Η εικόνα κυκλοφόρησε παντού: άνθρωποι που στέκονται σαν υπνωτισμένοι μπροστά στο δράμα, σαν κομπάρσοι σε ταινία που δεν διάλεξαν να παίξουν. Κι όμως, ήταν εκεί. Και δεν έκαναν τίποτα.

Αυτό που είδαμε δεν είναι καινούργιο. Στην ψυχολογία έχει όνομα: φαινόμενο του θεατή (bystander effect). Οι ερευνητές το μελετούν εδώ και δεκαετίες, από τότε που μια άλλη ιστορία σόκαρε την Αμερική, η δολοφονία της Kitty Genovese, το 1964, στη Νέα Υόρκη. Η νεαρή γυναίκα δολοφονήθηκε κάτω από το σπίτι της. Είπαν τότε ότι 38 γείτονες άκουσαν τις φωνές της και δεν κάλεσε κανείς την αστυνομία. Ο αριθμός μπορεί να ήταν υπερβολικός, αλλά η ουσία έμεινε: πολλοί θεατές, μηδέν δράση. Και από εκεί ξεκίνησε μια ολόκληρη συζήτηση που άλλαξε ακόμα και την αμερικανική κοινωνία, ήταν η αφορμή για να δημιουργηθεί το 911, το γνωστό σε όλους σήμερα τηλεφωνικό κέντρο άμεσης βοήθειας.

Σήμερα, εξήντα χρόνια μετά, μοιάζει σαν να μην έχουμε μάθει. Ή μάλλον, να έχουμε μάθει να κοιτάμε αλλιώς. Να σηκώνουμε το κινητό, να τραβάμε βίντεο, να γινόμαστε μάρτυρες χωρίς να είμαστε παρόντες. Το φαινόμενο του θεατή έχει απλώσει ρίζες στα social media. Όσο περισσότερα μάτια, τόσο λιγότερα χέρια.

Η ψυχολογία το εξηγεί απλά: διάχυση ευθύνης. Όσο περισσότεροι είμαστε, τόσο πιο εύκολα πιστεύουμε ότι «κάποιος άλλος θα κάνει κάτι». Είναι η πιο βολική ψευδαίσθηση. Γιατί, αν δεν το κάνεις εσύ, πάντα υπάρχει το άλλο πρόσωπο δίπλα που «σίγουρα θα πάρει την πρωτοβουλία». Και κάπως έτσι, κανείς δεν παίρνει την πρωτοβουλία.

Υπάρχει και κάτι άλλο: η λεγόμενη «πλουραλιστική άγνοια». Όταν δεν είσαι σίγουρος τι συμβαίνει, κοιτάς γύρω σου. Αν οι άλλοι δείχνουν ψύχραιμοι, πείθεις τον εαυτό σου ότι μάλλον δεν είναι κάτι σοβαρό. «Δεν γίνεται όλοι να κάνουν λάθος», σκέφτεσαι. Μόνο που κάποιες φορές όλοι κάνουν λάθος.

Αν ρωτήσεις τους ίδιους ανθρώπους μετά, θα σου πουν ότι πάγωσαν. Ότι δεν ήξεραν τι να κάνουν. Κι αυτό είναι η τρίτη όψη: το ένστικτο της ακινησίας. Δεν είναι αδιαφορία πάντα, είναι κι εκείνη η στιγμή που το σώμα σε προδίδει, που η αδρεναλίνη σε ακινητοποιεί αντί να σε κινητοποιήσει. Ο εγκέφαλος φωνάζει «κίνδυνος» κι εσύ μένεις να κοιτάς, ακίνητος, σαν να μην έχεις χέρια.

Όλα αυτά τα ξέρουμε από μελέτες, από θεωρίες. Αλλά κάθε φορά που βλέπουμε ένα βίντεο σαν το τελευταίο στην Αμερική, ξαναγυρνάμε στην ίδια ερώτηση: γιατί; Γιατί κανείς δεν παρενέβη;

Η αλήθεια είναι ότι το φαινόμενο δεν περιορίζεται στα μεγάλα δράματα. Είναι και στις μικρές καθημερινές σκηνές: στο μετρό όταν κάποιος παρενοχλεί μια κοπέλα, στο πεζοδρόμιο όταν ένας ηλικιωμένος πέφτει κάτω, στο σχολείο όταν ένα παιδί δέχεται bullying. Οι περισσότεροι κοιτάνε. Κάποιοι γελάνε. Λίγοι μπαίνουν στη μέση.

Κι εκεί μπαίνει το δεύτερο ερώτημα: μπορούμε να μάθουμε να αντιδρούμε; Οι ειδικοί λένε ναι. Το φαινόμενο δεν είναι καταδίκη. Υπάρχουν προγράμματα εκπαίδευσης, καμπάνιες ενημέρωσης, ακόμα και πρακτικές οδηγίες, αν δεν μπορείς να βοηθήσεις ο ίδιος, τηλεφώνησε, ζήτησε βοήθεια, δείξε ότι κάτι συμβαίνει. Μερικές φορές, το να σπάσεις τη σιωπή αρκεί για να σπάσει και η παράλυση των άλλων.

Όμως, το δύσκολο κομμάτι είναι αλλού. Να σπάσεις τον φόβο ότι «θα μπλέξεις». Να νικήσεις το κοινωνικό βλέμμα που λέει «μην ανακατεύεσαι». Γιατί μεγαλώσαμε με αυτή τη φράση. «Μην μπλέξεις». Κι έτσι μαθαίνουμε να περνάμε δίπλα από τον άλλον σαν να μην υπάρχει.

Το βίντεο από την Αμερική μάς το ξαναθύμισε με τον πιο σκληρό τρόπο. Ότι η σιωπή δεν είναι ουδέτερη στάση. Είναι επιλογή. Και μερικές φορές, η πιο οδυνηρή επιλογή.

Ίσως αυτό είναι που πονάει περισσότερο: ότι όλοι θέλουμε να πιστεύουμε πως θα κάνουμε το σωστό, αλλά στην κρίσιμη στιγμή δεν ξέρουμε αν θα το κάνουμε. Και γι’ αυτό το φαινόμενο του θεατή θα παραμένει, δυστυχώς, επίκαιρο. Γιατί είναι ανθρώπινο. Και γιατί ο άνθρωπος δεν είναι πάντα ο ήρωας που φαντάζεται.

Το ερώτημα είναι: θα αρκεστούμε να κοιτάμε; Ή θα βρούμε έναν τρόπο, μικρό ή μεγάλο, να σπάσουμε το μοτίβο; Γιατί, στο τέλος, το χειρότερο δεν είναι να πέσεις θύμα. Το χειρότερο είναι να έχεις δίπλα σου τόσους ανθρώπους και να είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ.