Ο διπλός εκλογικός θρίαμβος της Νέας Δημοκρατίας έχει ονοματεπώνυμο: Κυριάκος Μητσοτάκης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πρωθυπουργός πιστώνεται το μεγαλύτερο μερίδιο της εκπληκτικής επίδοσης που πέτυχε η Νέα Δημοκρατία και έγραψε ιστορία, με τον ίδιο ασφαλώς από τη δική του πλευρά να αισθάνεται απόλυτα δικαιωμένος για τις επιλογές του. Κυρίως για το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων εξέφρασε με θετική ψήφο την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του, ανεξάρτητα από κομματικά «χαρακώματα» ή άλλους διαχωρισμούς, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι το κεντρικό σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας της Νέας Δημοκρατίας και αυτό που τόνιζε σε κάθε ομιλία του ο κ. Μητσοτάκης δεν ήταν απλώς ένα πυροτέχνημα, αλλά η ουσία: «Ενωμένοι μπορούμε».
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Η καθαρή εντολή την οποία έχει πλέον ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του να προχωρήσουν σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, πηγαίνοντας ένα βήμα μπροστά σε σχέση με την πρώτη τετραετία, όταν κλήθηκαν ν’ αντιμετωπίσουν μεγάλες και σοβαρές κρίσεις, συνοδεύεται από ενισχυμένο προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο για τον κ. Μητσοτάκη. Η επιμονή του στη στρατηγική του μεσαίου χώρου, με την οποία εξελέγη πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας τον Ιανουάριο του 2016, δικαιώθηκε απόλυτα, μολονότι στην πορεία των ετών δέχθηκε αρκετά φίλια και μη πυρά και σφοδρές επικρίσεις γι’ αυτήν. Η δικαίωση της επιμονής του αποτυπώθηκε ανάγλυφα λοιπόν στο εκλογικό αποτέλεσμα και αποτελεί πλέον οδηγό για τον ίδιο και το Υπουργικό Συμβούλιό του, καθώς και για όλα τα μικρότερα και μεγαλύτερα «γαλάζια» στελέχη.
Εχει ειπωθεί και έχει γραφτεί κατά κόρον τα τελευταία χρόνια ότι ήρθε «το τέλος της Μεταπολίτευσης», αλλά, υπό αυτές τις συνθήκες που βιώνουμε σήμερα, ο κ. Μητσοτάκης είναι αυτός που σηματοδότησε στην πράξη «το τέλος της Μεταπολίτευσης» με νέο ήθος και ύφος διακυβέρνησης. Μολονότι λοιδορήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλα γκρουπούσκουλα τάχα για τους «αρίστους», προχώρησε και συνεχίζει να προχωρεί σε επιλογές κυβερνητικών στελεχών ή στελεχών του ευρύτερου κρατικού μηχανισμού με μοναδικό κριτήριό του την ικανότητα ν’ ανταπεξέλθουν στις συνθήκες και να παράγουν έργο αντί να καταθέτουν κομματικά διαπιστευτήρια. Εφάρμοσε δηλαδή στην πράξη όσα άλλοι είχαν ισχυριστεί στο παρελθόν ότι τάχα εφαρμόζουν: αξιοκρατία, διαφάνεια, λογοδοσία, αποτελεσματικότητα...
Νέο πολιτικό ύφος και ήθος
Παράλληλα, καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και όχι μόνο, ο πρωθυπουργός κατάφερε να επιδείξει μια αξιοθαύμαστη αυτοσυγκράτηση απέναντι στην τοξικότητα και τις προσωπικές επιθέσεις από την πλευρά της αντιπολίτευσης και ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ. Εισήγαγε ένα νέο πολιτικό ύφος και ήθος, εστιάζοντας με τρόπο ενωτικό στα πρόσωπα και τις ικανότητές τους και επιδιώκοντας τη φυγή προς τα εμπρός, επενδύοντας στο έργο για το μέλλον. Και όπως ειπώθηκε από σχεδόν όλους τους πολιτικούς αναλυτές, αυτό ακριβώς ήταν το καθοριστικό στοιχείο για την επιλογή των ψηφοφόρων και το ποιοτικό χαρακτηριστικό που έκανε τη διαφορά υπέρ της Νέας Δημοκρατίας, εξαφανίζοντας παράλληλα τους πολιτικούς αντιπάλους της στις διπλές κάλπες.
Με άλλα λόγια, ο κ. Μητσοτάκης επιβεβαίωσε αυτό που κατά κόρον λένε οι Αμερικανοί: «Ο νικητής τα παίρνει όλα, ο πρώτος είναι τα πάντα και ο δεύτερος... τίποτα». Δεν είναι τυχαίο ότι κατάφερε να γίνει ο πρώτος ηγέτης που κερδίζει τρίτη συνεχή εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα και μάλιστα αυξάνοντας τα ποσοστά του σε σχέση με την πρώτη, καταθέτοντας μια σοβαρή, στιβαρή και αξιόπιστη κυβερνητική πρόταση που εκτίμησαν οι πολίτες. Επέδειξε δε ενσυναίσθηση, αναγνωρίζοντας τα λάθη του και ζητώντας αρκετές φορές συγγνώμη από τους πολίτες γι’ αυτά, βάζοντας στόχο να μην τα επαναλάβει και στη νέα κυβερνητική θητεία του να τα διορθώσει και να εξαλείψει τα κακώς κείμενα.
Ο κ. Μητσοτάκης υπήρξε άλλωστε από την πρώτη στιγμή της ενασχόλησής του με την πολιτική και όχι απλώς απ’ όταν ανέλαβε τα ηνία της Νέας Δημοκρατίας ένας πολιτικός που αναζητεί συναινέσεις και «γέφυρες» και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το εννοεί όταν λέει ότι θα είναι «πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων». Κάτι που, ως φαίνεται, η κοινωνία έχει μεγάλη ανάγκη για ν’ ανακουφιστεί και να κλείσει, επιτέλους, ο κύκλος της τοξικότητας και της έντασης που μας συνόδευσε ως απότοκο της κρίσης από το 2012 έως σήμερα.