Η γερμανική προεδρία της Ε.Ε. δεν εξελίχθηκε ακριβώς όπως σχεδίαζε η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ. «Είναι κρίμα», παραδέχθηκε η ίδια κατά την έναρξη της τελευταίας συνόδου, «που πολλά από αυτά που είχαν προαναγγελθεί δεν θα εφαρμοστούν». Θεωρητικά, αυτή η σύνοδος θα ολοκλήρωνε όχι μόνο μια αποτελεσματική γερμανική προεδρία με υψιπετείς προτεραιότητες, όπως η κλιματική αλλαγή, η ψηφιακή μεταρρύθμιση και η θέσπιση μιας νέας πολιτικής ασύλου, αλλά θα αποτελούσε την κορωνίδα της σταδιοδρομίας της.

Του χρόνου το φθινόπωρο εκπνέει η θητεία της καγκελαρίου και την προσεχή άνοιξη θα καθοριστεί ο δυνάμει διάδοχός της στις τάξεις της συντηρητικής παράταξης. Η πανδημία, ωστόσο, οι Βρετανοί που έσυραν τις διαπραγματεύσεις για το Brexit μέχρι και σήμερα, το ουγγροπολωνικό μέτωπό που λίγο έλειψε να ανατρέψει τον κοινοτικό προϋπολογισμό και, φυσικά, το ζήτημα των κυρώσεων στην Τουρκία οδήγησαν σε μια σειρά από σχοινοτενείς συμβιβασμούς και αναβολές των σημαντικών αποφάσεων για το μέλλον.

Ολοι προέβλεπαν ότι η γερμανική προεδρία υπό τη δεξιοτεχνική καθοδήγηση της Μέρκελ θα οδηγούσε την Ε.Ε. σε μια πορεία ανάκαμψης, αλλά ακόμη και με δεδομένη την ικανότητα της καγκελαρίου για επώδυνους συμβιβασμούς, οι φιλοδοξίες ήταν υπέρμετρες. Η πρόκληση είναι υπερβολικά μεγάλη, «ακόμη και για τη Μέρκελ», έγραψε το ευρωπαϊκό Politico. «Γιατί πρέπει η Ε.Ε. να συμβιβαστεί σε μία θεμελιώδη αξία όπως το κράτος

Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε σε πολλούς αναλυτές και η συνεχιζόμενη απόπειρα κατευνασμού της Αγκυρας, παρά τις επανειλημμένες τουρκικές προκλήσεις.

δικαίου, που κατοχυρώνεται στη Συνθήκη της Λισσαβώνας, και γιατί να συναινέσουν οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι να διαθέσουν τα ευρώ που με τόσο κόπο κέρδισαν για τον πλουτισμό αυταρχικών ηγετών και ημέτερων; Αντί να εμπιστεύονται τη Μέρκελ για τη σύναψη μιας συμφωνίας, οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να της θυμίσουν ότι είναι η τελευταία ευκαιρία της να αποδείξει ότι νοιάζεται για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου», έγραψε την παραμονή της συνόδου ο Γιαν Βέρνερ Μίλερ, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Εξίσου κακή εντύπωση προκάλεσε σε πολλούς αναλυτές η συνεχιζόμενη απόπειρα κατευνασμού της Αγκυρας, παρά τις επανειλημμένες τουρκικές προκλήσεις και εμπρηστικές δηλώσεις.

Στο ζήτημα του προϋπολογισμού, η προσθήκη για τη δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο της Ε.Ε. με έδρα το Λουξεμβούργο, που ξεμπλόκαρε τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, επέτρεψε σε αμφότερες τις πλευρές να μιλούν για νίκη. Στο πρόβλημα των κυρώσεων συμβαίνει μάλλον το αντίθετο: ουδείς είναι ικανοποιημένος, χωρίς όμως να μπορεί να επιρρίψει στη Μέρκελ κάτι παραπάνω από ατολμία. Στο θέμα του Brexit, τις διαπραγματεύσεις έχει αναλάβει η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Από μια άποψη είναι μια έκβαση συνόδου ταιριαστή με τη θητεία της καγκελαρίου: η εξεύρεση ενδιάμεσων λύσεων προκειμένου να μη διαλυθεί η Ε.Ε. χωρίς όμως να εκτονώνεται ουσιαστικά η κρίση. Το αποτέλεσμα είναι η επιλογή αμφίσημων διατυπώσεων στις τελικές αποφάσεις (τόσο στο ζήτημα του προϋπολογισμού όσο και σε αυτό των κυρώσεων κατά της Τουρκίας) και η μετάθεση του προβλήματος στην επόμενη σύνοδο και στη νέα προεδρία, της Πορτογαλίας, που ξεκινάει την 1η Ιανουάριου. Το ίδιο συνέβη και με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία μετά το βουλγαρικό μπλόκο. Στις ελληνικές καλένδες μετατέθηκαν επίσης η αλλαγή της πολιτικής ασύλου και η χάραξη μιας κοινής στρατηγικής έναντι των ΗΠΑ, αφού οι Βρυξέλλες τελούν εν αναμονή της ανάληψης της προεδρίας από τον Τζο Μπάιντεν, που θα διαμορφώσει νέα δυναμική στις διατλαντικές σχέσεις.

Πολιτικοί αναλυτές θεωρούν παρ’ όλα αυτά επιτυχία και αυτήν ακόμη την καρκινοβασία στη διαχείριση της πανδημίας, που αποτέλεσε το χαρακτηριστικό της Μέρκελ τόσο στην κρίση χρέους όσο και στο μεταναστευτικό. Η καγκελάριος κατόρθωσε και από τις τρεις αυτές μεγάλες κρίσεις να βγει αλώβητη σε προσωπικό επίπεδο. Ανέθεσε σε άλλους συνεργάτες της τον ρόλο των «κακών μπάτσων» (τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην οικονομική κρίση και τον Χορστ Ζεεχόφερ στο μεταναστευτικό) και κράτησε για τον εαυτό της εκείνον της πολιτικού με αποφασιστικότητα, αλλά και ανθρωπισμό και ενσυναίσθηση. Πολλοί ωστόσο είναι εκείνοι που την κατηγορούν ότι δεν κατάφερε να οικοδομήσει μια σοβαρή υστεροφημία στην Ευρώπη, αφού τα σχέδιά της ήταν κοντόφθαλμα και δεν περιελάμβαναν ένα συνολικό όραμα για την Ενωση, την εμβάθυνση της ομοσπονδίας.

Η απουσία της ύστερα από ένα χρόνο είναι πιθανό να γίνει ιδιαίτερα αισθητή στις Βρυξέλλες, ειδικά όταν ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο στο εσωτερικό της γερμανικής συντηρητικής παράταξης για τη διαδοχή της. Θα είναι ο Βαυαρός πρωθυπουργός Μάρκους Ζέντερ ο μέλλων καγκελάριος της χώρας ή κάποιος από τους Χριστιανοδημοκράτες δελφίνους, που έχουν δηλώσει επισήμως τις υποψηφιότητές τους; Παρά τις αδυναμίες και τα λάθη της, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς κάποιον εξ αυτών στη θέση της Μέρκελ.

της Ξένιας Κουναλάκη από την Καθημερινή