Χωρίς σχέδιο, χωρίς πρόταση και χωρίς προγραμματικό λόγο ικανό να πείσει τους πολίτες για τη δυνατότητα επανόδου στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ποντάρει όλα του τα λεφτά στην τοξικότητα και την πόλωση, διανθισμένες με τη διχαστική ρητορική περί «κατάλυσης της δημοκρατίας» και απολυταρχικότητας αλλά και την προσπάθεια (πολλοστή) να δημιουργήσει ρωγμές στην κυβερνώσα παράταξη εργαλειοποιώντας την υπόθεση των υποκλοπών.

]Διότι πώς αλλιώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το έργο που έχει πραγματοποιηθεί τα τρία τελευταία χρόνια εν μέσω διεθνών κρίσεων με αποκορύφωμα την ενεργειακή κρίση που προκαλεί ο Πούτιν και η εισβολή του στην Ουκρανία. Όπως και την πολιτική στήριξης, δεκάδων μέχρι τώρα, δισεκατομμυρίων για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.

Στο πλαίσιο αυτό καμία εντύπωση δεν πρέπει να προκαλεί η στάση του. Και εντός και εκτός Ελλάδος. Ούτε φυσικά και το γεγονός πως τείνει να συντάσσεται με τη λογική ακόμη και καθεστώτων όπως αυτό του Ταγίπ Ερντογάν. Κοινή συνισταμένη το… χάος μέσα στο οποίο εντάσσεται ακόμη και η επιχείρηση διασυρμού της χώρας ανεξαρτήτως και των όποιων μακροχρόνιων επιπτώσεων.

Η υπόθεση των υποκλοπών είναι η τελευταία ελπίδα του ΣΥΡΙΖΑ. Όχι για να επανέλθει στην εξουσία. Άλλωστε οι πολίτες έχουν δείξει την πρόθεσή του να μην ακούσουν τις σειρήνες ενός άκρατου λαϊκισμού, που προέρχονται από ένα κόμμα με πρόσφατη κυβερνητική θητεία τα αποτελέσματα της οποίας ένιωσε η πλειοψηφία του κόσμου.

Στόχος του ΣΥΡΙΖΑ είναι να ψαλιδίσει την κυβερνώσα παράταξη. Να αποτρέψει ενδεχομένη νέα ευρεία νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη και τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης που θα οδηγούσε τη χώρα σε ένα ξέφωτο μέσα από την πολιτική που εφαρμόζεται, την αξιοποίηση των πόρων του ταμείου Ανάκαμψης (οι πόροι αυτοί μετατρέπονται σε αγωνία για την Κουμουνδούρου και τον Αλέξη Τσίπρα που έφθασαν στο σημείο να ζητούν… συνδιαχείριση), αλλά και τα νέα δεδομένα που δύναται να δημιουργηθούν εφόσον η ΕΕ ξυπνήσει και αποφασίσει να αντιμετωπίσει μια κρίση για την οποία έκλεινε τα μάτια πιστεύοντας πως απλά θα περάσει. Βιώνοντας δηλαδή μια ακόμη φάση στρουθοκαμηλισμού ανάλογη με αυτές που την χαρακτηρίζουν τα τελευταία χρόνια.

Γιατί ποιος μπορεί να ξεχάσει άραγε ότι αυτά που συζητά τώρα η ΕΕ για πλαφόν στην ενέργεια και λοιπές δράσεις αντιμετώπισης της κρίσης είναι αυτά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει προτείνει εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι επιστολές του και οι τοποθετήσεις δημόσιες και ως εκ τούτου δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί η προσπάθειά του να πειστεί η ΕΕ να αντιμετωπίσει συνολικά τον υβριδικό πόλεμο που δέχεται με οργανωτική μορφή το καθεστώς Πούτιν.

Ούτε και τη στάση του σημερινού πρωθυπουργού στις μεγάλες κρίσεις της τριετίας. Από την πανδημία και τις πρωτοβουλίες της ελληνικής πλευράς μέχρι τον Έβρο του 2020. Την ίδια στιγμή η οικονομία η μείωση της ανεργίας σε ποσοστό που δεν είχε επιτευχθεί ξανά τα 11 τελευταία χρόνια, η δημιουργία δημοσιονομικού χώρου για τη στήριξη της κοινωνίας και οι επενδύσεις μέσα από διεθνείς παίκτες που εμφανίστηκαν στον ελλαδικό χώρα αποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε και θα λειτουργήσει το προσεχές διάστημα

Η αγωνία του Αλέξη Τσίπρα είναι μεγάλη. στο πλαίσιο αυτής αδιαφορεί για την εικόνα που δείχνει το κόμμα του το οποίο δύναται να χαρακτηριστεί ως ένα εκκρεμές που κινείται προς όλες τις πλευρές υιοθετώντας από τα ορφανά του Προκόπη Παυλόπουλου μέχρι τον Γιάνη Βαρουφάκη. Επιδιώκοντας παράλληλα να αναδείξει περιπτώσεις όπως αυτή του Κώστα Καραμανλή και των δηλώσεών του που προκάλεσαν είναι αλήθεια μια μίνι κρίση στην κυβερνώσα παράταξη αν και επί της ουσίας δεν είπε κάτι διαφορετικό από αυτά που κάνει ήδη ο Πρωθυπουργός. Αλλά και του Γιώργου Παπανδρέου τον οποίο είχε εμφανιστεί να στηρίζει ακόμη και για τη διαδοχή της Φώφης Γεννηματά.

Με α λα καρτ επαίνους και διθυραμβικά σχόλια όπως για παράδειγμα αυτό που είχε πει σχετικά με τον Γιώργο Παπανδρέου και το δίκαιο που είχε για τη δήλωση «λεφτά υπάρχουν». Ή το γεγονός πως απέφευγε να αναφερθεί στη διακυβέρνηση Καραμανλή την οποία έβαλε στο στόμα του το καλοκαίρι του 2021 αφού μέχρι τότε τον βόλευε αφενός η σιωπή του αφετέρου η σύμπραξή με τον ΣΥΡΙΖΑ στελεχών που έχουν οικειοποιηθεί την ταμπέλα του Καραμανλισμού.

Κινούμενος μεταξύ προσώπων και θέσεων ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει την εικόνα ενός πολιτικού εκκρεμές που αδυνατεί να δώσει το στίγμα ενός κόμματος ικανού ν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Να πείσει κυρίως πως διαθέτει τη δυνατότητα να πείσει τους πολίτες και να είναι έστω πρώτο κόμμα στις επόμενες, με απλή αναλογική, εκλογές, ακόμη περισσότερο στις μεθεπόμενες. Εξ ου και βασικός στόχος παραμένει το ψαλίδισμα της υπεροχής Κυριάκου Μητσοτάκη και του προβαδίσματος που διατηρεί η ΝΔ παρά την τοξικότητα του πολιτικού κλίματος και της δημόσιας σκηνής.

Η αγωνία του Αλέξη Τσίπρα πλέον είναι ακόμη μεγαλύτερη. Η, κατά τη γνώμη του και των συμβούλων του, ευκαιρία μέσα από την υπόθεση των υποκλοπών και την επισύνδεση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ δεν καθίσταται μέχρι τώρα εφικτό να αξιοποιηθεί πολιτικά και μικροκομματικά. Το ενδεχόμενο δέ, να αρχίσει το θέμα να ξεφτίζει είναι ορατό. Αν η φούσκα αυτή σκάσει τότε ακόμη και η μείωση της διαφοράς με τη ΝΔ (αυτή των δημοσκοπήσεων) δύσκολα θα επιτευχθεί. Η δημοσκόπηση της Metron ενδεικτική αφού οι πολίτες εκτιμούν πως ο Πρωθυπουργός γνώριζε για τις επισυνδέσεις εν τούτοις τον στηρίζουν και τον πιστεύουν αναφορικά με τη δυνατότητα να διαχειριστεί καλύτερα τις τύχες της χώρας.

Το γεγονός πως αυτό το στοιχείο καταρρέει (δηλαδή η προβοκάτσια ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ ότι ο πρωθυπουργός γνώριζε) δύναται να ξηλώσει το πουλόβερ του αφηγήματος της αντιπολίτευσης. Ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ, Π. Κοντολέων φέρεται να έχει δηλώσει στη συνεδρίαση της επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ενημερωνόταν για τις επισυνδέσεις. Ούτε καν το γραφείο του και ο πρώην γραμματέας του Γρηγόρης Δημητριάδης, υποστηρίζοντας πως η υπηρεσία χειρίζεται τα θέματα αυτά με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο.

Αν και η πληροφορία αυτή πέρασε στα… ψιλά από τα φίλα στον ΣΥΡΙΖΑ προσκείμενα Μέσα Ενημέρωσης αποτελεί ουσιαστικό κομμάτι του παζλ που στήνεται στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό. Κατεδαφίζει τις επικοινωνιακές πολιτικές της αντιπολίτευσης και αναδεικνύει την προσπάθεια εργαλειοποίησης μιας κατά τ άλλα σοβαρής υπόθεσης…