Σωστά λέγεται ότι το ποινικό δίκαιο, ιδίως δε το ποινικό δικονομικό δίκαιο (οι κανόνες δηλαδή που ρυθμίζουν την αψεγάδιαστη διεξαγωγή της ποινικής δίκης ως δικαιοδοτικού μηχανισμού) είναι εφαρμοσμένο Συνταγματικό Δίκαιο.

Διόλου τυχαία, ο πρώτος στη χώρα μας που δίδαξε ποινική δικονομία ήταν ο καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών Νικόλαος Ι. Σαρίπολος, ο οποίος μάλιστα ήρθε σε σύγκρουση με τον βασιλιά Όθωνα και γι’ αυτόν τον λόγο απώλεσε προσωρινά την πανεπιστημιακή θέση του, την οποία τελικά ανέκτησε όταν εκθρονίστηκε ο Όθωνας.

Ως εφαρμοσμένο Συνταγματικό Δίκαιο, το ποινικό δικονομικό δίκαιο διασφαλίζει δύο κύριους στόχους, οι οποίοι είναι ισάξιοι και επιδιώκονται συγχρόνως και εκ παραλλήλου, χωρίς ο ένας να εμποδίζει τον άλλο, αντίθετα μάλιστα η παράλληλη επιδίωξη κατατείνει στην επίτευξή τους: Πρώτον, την προστασία των δικαιωμάτων του προσώπου που κατηγορείται, ώστε να τύχει δίκαιης δίκης.

Δεύτερον, την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, με απώτερο στόχο την εξασφάλιση της ειρηνικής κοινωνικής συμβίωσης.

Πράγματι, η αψεγάδιαστη ποινική διαδικασία εξασφαλίζει ομαλό κοινωνικό βίο. Η υποψία έστω της ενδεχόμενης διάπραξης εγκλήματος συνεγείρει τη λαϊκή ψυχή και την κοινωνική συνείδηση, όπως σωστά έχει, ήδη από παλιά, τονίσει ο πατριάρχης του ελληνικού ποινικού δικαίου, Ν. Χωραφάς.

Αν στην (ούτως ή άλλως δύσκολη) εξίσωση της ποινικής διαδικασίας προσδώσει κανείς και πολιτική διάσταση (η περίφημη και λίαν επικίνδυνη ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής), αν δηλαδή επιχειρηθεί η πολιτική εκμετάλλευση της ποινικής διαδικασίας με σκοπό αρχικά τη δημιουργία εντυπώσεων και τελικά την προσβολή των πολιτικών αντιπάλων και μάλιστα σε πεδίο εντελώς εξωθεσμικό, στους δρόμους και στις πλατείες, το ζητούμενο ανάγεται σε θεσμικό και αποκτά αυτόματα άλλη σπουδαιότητα.

Η εργαλειοποίηση της ποινικής διαδικασίας για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και κομματικής εκμετάλλευσης δηλητηριάζει τον πολιτικό βίο και εκτρέπει την ποινική διαδικασία από τις παραπάνω θεσμικές στοχεύσεις της.

Γι’ αυτόν τον λόγο, ως προς την ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών ισχύουν λεπτομερειακές συνταγματικές διατάξεις που προβλέπουν επιτρεπτές αποκλίσεις σε σχέση με τα γενικώς ισχύοντα κατά την ποινική νομοθεσία.

Οι ειδικές αυτές διατάξεις λειτουργούν ως θεσμική εγγύηση, προκειμένου τα μέλη της κυβέρνησης και οι υφυπουργοί να μπορούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, χωρίς να παρεμποδίζονται από προσχηματικές ποινικές διώξεις που καταλήγουν να είναι πολιτικές.

Τέτοιες ειδικές ρυθμίσεις, περί ευθύνης των υπουργών, ανήκουν στη συνταγματική παράδοσή μας και απαντώνται μονίμως στα ελληνικά συντάγματα από το 1844 έως σήμερα. Σύμφωνα με αυτές, την αποκλειστική αρμοδιότητα άσκησης δίωξης κατά μελών της κυβέρνησης και υφυπουργών για αδικήματα που ενδεχομένως τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έχει η Βουλή.

Σύμφωνα με τις ίδιες συνταγματικές διατάξεις και τις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού της Βουλής, κυρίως όμως με τις διατάξεις του (εκτελεστικού του συντάγματος) νόμου 3126/2003 «Περί ευθύνης υπουργών», ιδίως όπως τροποποιήθηκε μέχρι το 2011, την πρωτοβουλία έναρξης της ποινικής προδικασίας έχει η Βουλή η οποία με απόφασή της συγκροτεί Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.

Η Επιτροπή αυτή έχει όλες τις αρμοδιότητες του εισαγγελέα Πρωτοδικών όταν αυτός ενεργεί προκαταρκτική εξέταση και λειτουργεί ως εισαγγελέας. Με την ίδια απόφαση της Βουλής τάσσεται και προθεσμία για την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης και την υποβολή εγγράφου πορίσματος προς την Ολομέλεια.

Πρέπει ιδιαιτέρως να τονιστεί ότι η προκαταρκτική αυτή εξέταση δεν είναι δίκη· δεν αποσκοπεί στην καταδίκη ή την αθώωση, αλλά στον καθορισμό της σκοπιμότητας μιας δίκης. Το στάδιο αυτό της ποινικής προδικασίας λειτουργεί ως ένα πρώτο φίλτρο, ως προκαταβολική ευχέρεια και δυνατότητα, λειτουργεί ως μια επιπλέον εγγύηση των δικαιωμάτων του υπό ποινική διερεύνηση προσώπου, του παρέχει μια πρώτη ευκαιρία στο να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες εναντίον του, να διατυπώσει ένσταση σχετικά με τα μέχρι τότε στοιχεία και να εκφέρει τη δική του εκδοχή. Προβλέπεται, όπως τονίσαμε, ως θεσμική εγγύηση έναντι προσχηματικών ποινικών διώξεων που καταλήγουν να είναι πολιτικές.

Κι όμως, γίνεται

Συνεπώς, είναι δυνατή η αυτόβουλη και συνειδητή διάθεση εκ μέρους του υπό ποινική διερεύνηση πολιτικού προσώπου, με την αντίστοιχη οικειοθελή αποστέρηση του δικονομικού δικαιώματός του, ιδίως αν θέλει να αποκατασταθεί το συντομότερο δυνατόν η ποινική εκκρεμότητα.

Υπό την έννοια αυτή, δικαιώνεται πλήρως η διατύπωση του πρωθυπουργού ότι στο θέμα της διερεύνησης του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών η οικειοθελής εκ μέρους του ελεγχόμενου υφυπουργού αποδοχή σύντμησης της προθεσμίας ολοκλήρωσης της προκαταρκτικής εξέτασης και υποβολής εγγράφου πορίσματος (γιατί ουσιαστικά περί αυτού πρόκειται και όχι για παράκαμψη σταδίου της προδικασίας) συνιστά «γενναίο βήμα χωρίς προηγούμενο».

Το μυστικό βρίσκεται στην αντίστοιχη διατύπωση του άρθρου 8 του συντάγματος. «Κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του τον δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος». Στο άρθρο αυτό καθιερώνεται η αρχή του νόμιμου ή φυσικού δικαστή.

Η, βάσει αυτής της αρχής, αντίστοιχη (δικονομική) στάση δεν υποδηλώνει αποδοχή ενοχής. Το αντίθετο, μάλιστα, καθώς εν προκειμένω επιλαμβάνεται, ασκώντας κύρια ανακριτικά καθήκοντα, πενταμελές δικαστικό συμβούλιο, συγκροτούμενο από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, τρεις από τον Άρειο Πάγο και δύο από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Τη σύνθεση του πενταμελούς δικαστικού συμβουλίου συμπληρώνουν ο ασκών καθήκοντα εισαγγελέα του Συμβουλίου και ο αναπληρωτής του, από τα μέλη της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Έτσι επιτυγχάνεται η ποινική διερεύνηση της αποδιδόμενης κατηγορίας με αμιγώς νομικούς όρους.