Η πρόσφατη απόφαση του τουρκικού Συμβουλίου της Επικρατείας (Danıştay) να απορρίψει την προσφυγή, ώστε η περίφημη Μονή της Χώρας να παραμείνει μουσείο (με την οποία, δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν ασχολήθηκε κανείς, ούτε πολιτικά ούτε δημοσιογραφικά), δείχνει ξεκάθαρα τον δρόμο, που έχει επιλέξει το καθεστώς Ερντογάν: την ισλαμοποίηση ως εργαλείο πολιτικής ισχύος και αναθεωρητισμού. Το δικαστήριο αυτό, υπό τον απόλυτο έλεγχο του AKP και του ισλαμοφασίστα συμμάχου του, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, έδωσε το νομικό άλλοθι για την παράδοση του μνημείου στη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet).

Η εικόνα του Ερντογάν να εγκαινιάζει το 2024 το βυζαντινό μνημείο ως τέμενος Kariye Camii δεν είναι απλή πράξη διαχείρισης, είναι μήνυμα προς τρεις κατευθύνσεις:
-Στο εσωτερικό, όπου εμφανίζεται ως θριαμβευτής απέναντι στον κεμαλισμό.
-Στον μουσουλμανικό κόσμο, όπου διεκδικεί ρόλο χαλίφη.
-Στη Δύση, στην οποία επιβάλλει ένα ακόμη πολιτισμικό τετελεσμένο.

Η Αγία Σοφία το 2020 ήταν το πρώτο βήμα. Ακολούθησε η Χώρα. Και ήδη διακινούνται σενάρια ότι θα υπάρξει συνέχεια. Ο συμβολισμός είναι σαφής: Η «κατάκτηση» των μνημείων νομιμοποιεί πολιτικά την ισλαμική ταυτότητα, σβήνοντας την κεμαλική κληρονομιά. Οι αποφάσεις του Danıştay στηρίζονται στην επίκληση του καθεστώτος «waqf» (βακούφια, ευσεβή κληροδοτήματα), αλλά στην ουσία είναι βαθύτατα πολιτικές και ιδεολογικές.

Για το εσωτερικό ακροατήριο, οι κινήσεις αυτές αποτελούν εργαλείο συσπείρωσης. Η «νίκη του Ισλάμ» επισκιάζει την κοινωνική δυσαρέσκεια για την οικονομία και τη διαφθορά, ενώ ενώνει το AKP με το εθνικιστικό MHP. Πρόκειται για επιλογές «υψηλού συμβολισμού και σκόπιμα διχαστικές», που συντηρούν τον Ερντογάν στην εξουσία.

Πέρα όμως από το μήνυμα προς το εσωτερικό, υπάρχει και εκείνο προς το εξωτερικό. Με κάθε μετατροπή μνημείου ο Ερντογάν επιχειρεί να καταστήσει την Τουρκία «προστάτιδα του Ισλάμ». Η Diyanet, με διογκωμένο προϋπολογισμό και παγκόσμια δίκτυα τεμενών, λειτουργεί ως όργανο θρησκευτικής διπλωματίας της Αγκυρας. Το τέμενος στα Τίρανα ή το Diyanet Center of America στο Μέριλαντ είναι παραδείγματα αυτής της εξαγωγής ισχύος.

Οι όποιες διεθνείς αντιδράσεις είναι αδύναμες. Η UNESCO καταγγέλλει αλλοίωση της «οικουμενικής αξίας» των μνημείων, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στον αραβικό κόσμο, οι μάζες συγκινούνται, αλλά καθεστώτα όπως της Σαουδικής Αραβίας και της Αιγύπτου βλέπουν με ανησυχία τις κινήσεις αυτές του Ερντογάν. Το Ισραήλ αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα την ισλαμοποίηση των μνημείων ως μέρος της νεοοθωμανικής στρατηγικής, που συνδέεται με τη στήριξη της Χαμάς.

Για την Ελλάδα, το ζήτημα δεν είναι μόνο πολιτιστικό αλλά και γεωπολιτικό:
-Διπλωματία: Κάθε μετατροπή ενισχύει τα επιχειρήματα της Αθήνας σε ΕΕ και UNESCO.
-Οικουμενικό Πατριαρχείο: Η Αγκυρα εργαλειοποιεί θρησκευτικά ζητήματα, κρατώντας «παγωμένη» τη Σχολή της Χάλκης.
-Βαλκάνια: Η «διπλωματία των τεμενών» δημιουργεί δίκτυα επιρροής σε ζωτικό για την Ελλάδα χώρο.
-Αφήγημα ισχύος: Η πολιτιστική «κατάκτηση» συνομιλεί με τη «Γαλάζια Πατρίδα» και τις κινήσεις στη Λιβύη, συγκροτώντας ένα ενιαίο νεοοθωμανικό αφήγημα.

Συμπερασματικά, ο Ερντογάν χτίζει μεθοδικά ένα αφήγημα, που θέλει την Τουρκία κληρονόμο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ηγέτιδα του μουσουλμανικού κόσμου. Η Δύση δείχνει ανίκανη να απαντήσει, ο αραβικός κόσμος παραμένει διχασμένος και η Ελλάδα καλείται να υπερασπιστεί την πολιτιστική κληρονομιά της όχι μόνο ως ζήτημα ταυτότητας αλλά και εθνικής ασφάλειας!