Την πρώτη μέρα του συνεδρίου του κόμματός του, την Τρίτη, ο Τζο Μπάιντεν πήρε και επίσημα το χρίσμα. Σε Αθήνα και Αγκυρα, βέβαια, ο Δημοκρατικός υποψήφιος για το ανώτατο αξίωμα των ΗΠΑ απασχόλησε αυτή την εβδομάδα την επικαιρότητα για όσα είχε πει, συνομιλώντας με αμερικανούς δημοσιογράφους, τον Δεκέμβριο του 2019.

Τα διόλου κολακευτικά σχόλιά του για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς και η κριτική για την επιθετική εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, στο περίφημο πια βίντεο, άνοιξαν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση και στις δυο όχθες του Αιγαίου για τον ρόλο που θα διαδραματίσει η Αμερική στα ελληνοτουρκικά μετά τον Ιανουάριο του 2021 – αφού μέχρι τότε πρόεδρος, είτε επανεκλεγεί είτε γίνει «κουτσή πάπια», παραμένει ο Ντόναλντ Τραμπ. Αν εκλεγεί ο Μπάιντεν, όλα δείχνουν πως η ελληνική πρωτεύουσα μπορεί να προσδοκά μια αλλαγή στη δυναμική των σχέσεων του τριγώνου Αθήνα – Ουάσιγκτον – Αγκυρα.

Ο αμερικανικός παράγοντας δεν έχει δείξει διατεθειμένος να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην παρούσα κρίση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ο νυν πλανητάρχης έχοντας επιλέξει σε μια σειρά θεμάτων τον απομονωτισμό έχει αποδυναμώσει την υπερδύναμη, αφήνοντας χώρο σε ηγέτες σαν την καγκελάριο Μέρκελ και τον Γάλλο πρόεδρο Μακράν. Μια εκλογή του Μπάιντεν, λοιπόν, θα σηματοδοτούσε – σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διπλωματικών κύκλων – τη στροφή σε μια πιο ενεργητική διπλωματία εκ μέρους των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως συνηθιζόταν στο προ Τραμπ παρελθόν.

Αυτή δεν θα είναι η μοναδική διαφορά. Ο Τραμπ δεν έχει κρύψει ποτέ τον θαυμασμό του για τον Τούρκο πρόεδρο. Ο Μπάιντεν, από την άλλη, στο βίντεο δεν χαρακτηρίζει απλά «αυτοκράτορα» τον Ερντογάν. Αναφέρει επί λέξει: «Μπορούμε να υποστηρίξουμε εκείνα τα στοιχεία της τουρκικής ηγεσίας που εξακολουθούν να υπάρχουν και να πάρουμε περισσότερα από παλιά. Να τα ενθαρρύνουμε να είναι σε θέση να αναλάβουν και να νικήσουν τον Ερντογάν, όχι με πραξικόπημα… Οχι με πραξικόπημα, αλλά μέσω της εκλογικής διαδικασίας».

Παρότι οι επίμαχες δηλώσεις έγιναν προτού ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ πάρει το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος – κατά τη διάρκεια των προκριματικών -, δίνουν μια ιδέα για την κατεύθυνση που εκείνος πιθανότατα θα επιλέξει αν βρεθεί στον Λευκό Οίκο. Μια κατεύθυνση που, ακόμη κι αν δεν είναι τόσο επιθετική προς την Αγκυρα, θα είναι αντίθετη από του Ντόναλντ Τραμπ. Οι εκτιμήσεις, επομένως, που επικρατούν στην Αθήνα – αν και διατυπώνονται οφ δε ρέκορντ – θέλουν την εκλογή του γνωστού για τα φιλελληνικά του αισθήματα Μπάιντεν να ενισχύει την ελληνική πλευρά. Οι σχέσεις του, εξάλλου, με την Ομογένεια στις ΗΠΑ είναι γνωστές, ενώ οι δίαυλοι επικοινωνίας του ελληνοαμερικανικού λόμπι μαζί του παραμένουν πάντα ανοιχτοί, σημειώνουν οι γνωρίζοντες.

Υπάρχει, βέβαια, και μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση που βλέπει στον υποψήφιο των Δημοκρατικών έναν δυνητικό υποστηρικτή των ελληνικών θέσεων για διαφορετικούς λόγους – λόγους λιγότερο συναισθηματικούς και περισσότερο πολιτικούς. Σύμφωνα με έναν αναλυτή του Bloomberg, «η μακροχρόνια συμπάθειά του για τους Κούρδους, τόσο του Ιράκ όσο και της Συρίας, είναι που θα προκαλέσει το μεγαλύτερο άγχος στην Αγκυρα, εάν αυτός εκλεγεί τελικά πρόεδρος των ΗΠΑ».

Ο Μπάιντεν έχει κατά καιρούς εκφράσει θέσεις για την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή που βρίσκονται στον αντίποδα των ερντογανικών επιδιώξεων, όταν οι απόψεις του Τραμπ σε ζητήματα που απασχολούν τον Ερντογάν, όπως η Λιβύη, η Συρία ή το ΝΑΤΟ, συμπίπτουν αρκετά. Οι θέσεις του Δημοκρατικού υποψήφιου προέδρου είναι – σύμφωνα με την ίδια ανάλυση – αρκετά «σταθερές», οπότε ο Τούρκος πρόεδρος δύσκολα θα μπορέσει να τον μεταπείθει στην περίπτωση που αναλάβει τα ηνία των ΗΠΑ.

Για την ακρίβεια, ο αναλυτής εικάζει ότι δύσκολα ο «σουλτάνος» θα καταφέρει να τηλεφωνεί απευθείας στο Οβάλ Γραφείο. Αυτή η παγιωμένη απόσταση μεταξύ των δύο ανδρών θα μπορούσε, άρα, να χρησιμοποιηθεί από την Ελλάδα για την προώθηση των δικών της εθνικών συμφερόντων.

Της Καρολίνας Παπακώστα από Τα Νέα