Θα επιχειρήσω να χρησιμοποιήσω στη σημερινή προσέγγιση του θέματος ένα παράδειγμα που, αν μη τι άλλο, οι εμπνευστές του θα το καταλάβουν και θέλω να πιστεύω ότι θα το ξανασκεφτούν.
Και αναφέρομαι σε όλους εκείνους βλέπουν επιστροφή Τσίπρα, Βενιζέλου, Γιώργου Παπανδρέου και άλλων ορατών ή αόρατων σωτήρων του τόπου. Είτε στο πλαίσιο μιας νέας Κεντροαριστεράς είτε στην αναζήτηση του «κατάλληλου» προσώπου σε περίπτωση που οδηγηθούμε σε μια κυβέρνηση συνεργασίας ή... εθνικής ενότητας, ή ακόμη και ειδικού σκοπού.
Όσοι έχουν ασχοληθεί με τον κατασκευαστικό τομέα ή με παραπλήσια λειτουργήματα γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να κτίσουν με παλιά ή φθαρμένα υλικά μια καινούργια πολυκατοικία, μια νέα γέφυρα ή ό,τι νέο θέλουν να κατασκευάσουν. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο το γεγονός ότι η μεταφορά αυτή είχε μπει στο πολιτικό λεξιλόγιο εδώ και χρόνια, όταν κάθε φορά κάποιος μεσσίας ερχόταν στην πολιτική ζωή του τόπου για να διορθώσει όσα δεν έκανε στη φάση στην οποία είχε την εξουσία ο ίδιος.
Από την άλλη, το σύνδρομο της δικαίωσης είναι και αυτό ένα τμήμα της ψυχολογίας, που διάφοροι έγκριτοι αναλυτές της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ψυχολογίας κατά εποχές προσπάθησαν με επιστημονικά εργαλεία και βιβλιογραφία να ερμηνεύσουν.
Τα αναφέρω αυτά διότι πάνε κι έρχονται τα σενάρια κάποιων που θέλουν με... φόρα να μας σερβίρουν ξαναζεσταμένο φαγητό, στην προσπάθειά τους να μας πείσουν ότι οι σημερινές πολιτικές ηγεσίες δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της λύσης, αλλά είναι μέρος του προβλήματος. Τώρα, πώς μπορούν να λύσουν το πρόβλημα εκείνοι που είδαν την πόρτα της εξόδου από την κοινωνία, που θεώρησε ότι αυτοί ήταν που έφταιγαν, είναι απορίας άξιο. Στην ουρά λοιπόν μιας δεύτερης ευκαιρίας έχουν μπει, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, τόσο ο Τσίπρας όσο και οι Βενιζέλος και Παπανδρέου.
Ας πάρουμε τις περιπτώσεις μία μία, καθώς η καθεμία είναι ξεχωριστή, αν και στο μυαλό κάποιων συγκλίνουν στη στρατηγική τού να δώσουν απάντηση στο ερώτημα «μετά τον Μητσοτάκη, ποιος;».
Δεν μπορούν να τον ρίξουν
Και επειδή με τον τρόπο τους ο καθένας ομολογεί ότι οι Ανδρουλάκης, Φάμελλος και Ζωή δεν μπορούν να ρίξουν τον Μητσοτάκη ή να αποτελέσουν εναλλακτική πρόταση εξουσίας, αποφάσισαν να ξαναζεστάνουν το φαγητό, στην κουζίνα της διαπλοκής.
Ο πρώην πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, με τις παρεμβάσεις που κάνει, θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα σε μια δεύτερη ευκαιρία, για να ολοκληρώσει τα σχέδια της πρώτης φοράς Αριστεράς, κάτι που δεν κατάφερε την περίοδο 2015-2019. Αν και έχασε σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις από τον Μητσοτάκη, θεωρεί ότι είναι εκείνος που μπορεί να πάρει τη... ρεβάνς.
Σε καμία δημοσκόπηση βέβαια δεν καταγράφεται η πιθανότητα νίκης του, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, ενώ υπάρχουν και ομάδες εντός ΠΑΣΟΚ (Γερουλάνος, Δούκας κ.λπ.) που πιστεύουν ότι ο Ανδρουλάκης δεν έχει καμία προοπτική και το κόμμα τους αυτοδύναμο δεν βλέπει εξουσία ούτε με το κιάλι. Γι’ αυτό και ο Τσίπρας θα ήταν μια λύση στη δημιουργία ενός νέου κόμματος «ομπρέλα», σε ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ-Νέα Αριστερά, στη λογική ενός λαϊκού μετώπου. Τώρα γιατί ο Τσίπρας να γίνει... Ιφιγένεια είναι κάτι που με πολιτικούς όρους δεν ερμηνεύεται.
Από την άλλη, υπάρχουν και οι «πράσινες» εφεδρείες που ο καθένας βλέπει τον εαυτό του ως εναλλακτική λύση σε περίπτωση που το αποτέλεσμα των εκλογών δεν οδηγήσει σε αυτοδυναμία, όπως τουλάχιστον δείχνουν σήμερα οι δημοσκοπήσεις.
Μιλάμε για τους Ευάγγελο Βενιζέλο και Γιώργο Παπανδρέου, που ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του ως λύση σε μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού ή συνεργασίας δυνάμεων ή εθνικής ενότητας. Αναφερόμαστε σε αυτούς τους δύο, αν και υποψιαζόμαστε ότι στην πορεία θα υπάρξουν και άλλα πρόσωπα.
Ο πρώτος δεν θα έβλεπε τον εαυτό του εκτός σε μια κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, ενώ ο δεύτερος ποντάρει περισσότερο σε μια συνεργασία ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ και λοιπών... δημοκρατικών δυνάμεων, άσχετα με το πώς του είχαν συμπεριφερθεί την περίοδο 2010 και στη συνέχεια.
Τώρα, εάν τα ανομολόγητα σχέδια των τριών παραπάνω βρουν πρακτική εφαρμογή, θα φανεί. Αλλά μην ξεχνάτε τη φράση του Κοέλιο: Όταν οι άνθρωποι σχεδιάζουν, οι θεοί χαμογελούν.