«Η ζωή συνεχίζεται ακόμα αν έχουμε πόλεμο και ζούμε την προσφυγιά”, μας λέει ο Βίκτωρ πριν βάλουν με την αγαπημένη του Βικτωρία, υπογραφές και έρθουν «είς σάρκαν μιαν» με πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης.
Με άσπρο φανελάκι ο γαμπρός και μ ένα λιτό λευκό φουστάνι η νύφη, δείχνουν λίγο αγχωμένοι. Δεν θέλουν δημοσιότητα, φωτογραφίζονται μόνο για φίλους και συγγενείς.
“Αποφασίσαμε να μη χάσουμε χρόνο, δεν ξέρουμε τι θα μας συμβεί αύριο, και πήραμε την απόφαση να παντρευτούμε στη Θεσσαλονίκη όπου φτάσαμε ως πρόσφυγες », προθέτει. Όπως πληροφορούμαστε ο γάμος τους ήταν προγραμματισμένος για το Σεπτέμβρη στην πατρίδα τους. ”Ο πόλεμος άλλαξε τα σχέδια μας, φύγαμε με τους πρώτους βομβαρδισμούς. Περάσαμε από διάφορες χώρες και καταλήξαμε στη Θεσσαλονίκη ενώ οι γονείς της γυναικάς μου έμειναν στη Ρουμάνια”.
Στους δύσκολους καιρούς θέλουν να είναι ζευγάρι, ενωμένο και με τα δεσμά του γάμου, όπως λέει και συμπληρώνει: “ Μας άρεσε πολύ η Θεσσαλονίκη, την ερωτευτήκαμε, ίσως και γι αυτό παντρευτήκαμε σ αυτή την ωραία πόλη.”
Επί του παρόντος ο Βίκτωρ και η Βικτώρια διανύουν τον μήνα του μέλιτος και όπως μάθαμε δεν έχουν άμεση ανάγκη να δουλέψουν για να ανταπεξέλθουν καθώς ανήκουν στους κάπως “ευκατάστατους” πρόσφυγες.
Πολλοί όμως-οι περισσότεροι ίσως-, συμπατριώτες τους που κατέφυγαν στην Ελλάδα δυσκολεύονται να επιβιώνουν και ψάχνουν απεγνωσμένα εργασία και αρκετοί βρήκαν ήδη.
Κάποιοι άνοιξαν στο διαδίκτυο ιστοσελίδες όπως “Ουκρανοί στην Ελλάδα” και “Μαριουπολίτες στη Ελλάδα” με στόχο την αλληλοενημέρωση, την αναζήτηση συγγενών αλλά και εργασίας.
“Καλημέρα. Σε όσους μας βοηθήσουν θα είμαστε ευγνώμονες. Η σύζυγος μου είναι πρόσφυγας στην Ελλάδα και αναζητά εργασία στην Αθήνα. Θα μπορούσε να εργαστεί ως καθαρίστρια, οικιακή βοηθός, στα εστιατόρια να πλένει πιάτα και βοηθός στην κουζίνα, αλλά και μπέιμπι σίτερ. Γράψε στην γυναίκα μου στην σελίδα των συμπατριωτών στο Facebook , γράψτε μήνυμα στο μέσεντζερ ή τηλεφωνήστε της στο 697…. Το όνομά της είναι Οξάνα. Ελληνικά… μόλις αρχίζει να μαθαίνει, αλλά νομίζω ότι δεν θα υπάρχουν προβλήματα με το μεταφραστή στο κινητό της. Ζει στην περιοχή του Παλιού Φαλήρου. Να έχετε όλοι μια καλή μέρα!” γράφει ο 34χρονος Αρτούρ Σερζκό που έμεινε πίσω για να πολεμήσει ενώ η γυναίκα του με συγγενείς βρίσκονται στην Αθήνα.
Ο πόλεμος χώρισε το ζευγάρι, που δεν πρόλαβε να αποκτήσει παιδιά, αλλά ο Αρτούρ είναι πεπεισμένος ότι μπορεί να βοηθήσει την γυναίκα του εξ αποστάσεως.
Η Οξάνα νιώθει κι εκείνη περήφανη για τον άνδρα της και είναι έτοιμη να εργαστεί σκληρά, γιατί έχει εμπειρία , εργαζόταν στην πόλη Ντνίπρο, σερβιτόρα.
“Μένω στην Αθήνα μαζί με τους συγγενείς μου, προσφυγές και αυτοί. Νοικιάσαμε διαμέρισμα, αλλά τα χρήματα τελειώσανε και πρέπει να βρω εργασία. Δεν ήξερα τι να κάνω , και ο άνδρας μου βρήκε μια λύση, δημοσιεύοντας στο φείσμπουκ την αγγελία”, λέει στο ΑΠΕ- ΜΠΕ η Οξάνα και συνεχίζει: “Δεν φοβάμαι καμία εργασία, είμαι μαθημένη στα δύσκολα! Μακάρι να βρω δουλειά!”
“Εγώ – στην κουζίνα στη λάντζα κι η γυναίκα μου –ως καμαριέρα”
Από σχεδιαστής υποδημάτων- στην λάντζα του εστιατορίου ξενοδοχείου στην Κρήτη βρέθηκε ο 37χρονος Ντενίς Ρ. Μαζί του, στο ίδιο ξενοδοχείο εργάζεται η γυναίκα του, Έλενα, που ήταν συμβούλους ευρέσεως προσωπικού στην πόλη Ντνίπρ και ο 14χρονος γιος τους.
«Είχαμε φίλους ελληνικής καταγωγής και φεύγοντας για την Θεσσαλονίκη, μας μίλησαν για την Ελλάδα .Μας είπαν ότι είναι μια χώρα που ταιριάζει περισσότερο στους Ουκρανούς, και είχαν δίκαιο», μας λέει από το χωριό Πανόραμα του Ηρακλείου όπου βρήκαν εργασία.
“Τα χρήματα που είχαμε, γρήγορα, τελειώσανε. Δεν μπορούσαμε πια να πληρώσουμε το νοίκι και το φαγητό, ψάχναμε απεγνωσμένα εργασία. Ευτυχώς μας πήραν σε ξενοδοχείο της Κρήτης. Εγώ στην κουζίνα στη λάντζα κι η γυναίκα μου καμαριέρα. Δεν περιμέναμε ότι θα έχει πάρα πολλή δουλειά και επειδή δεν ήμασταν συνηθισμένοι σε τέτοια εργασία, προσαρμοστήκαμε με δυσκολία, αλλά το καταφέραμε!» λέει.
Ο ίδιος αναγκάστηκε ν αφήσει πίσω την αγαπημένη του δουλειά ως σχεδιαστής και κατασκευαστής παπουτσιών.
«Ευτυχώς, το διαμέρισμα μας ακόμα δεν βομβαρδίστηκε και ελπίζω ότι θα επιστρέψουμε στην Ουκρανία, αλλά πρώτα να πάνε όλα καλά και ο πόλεμος να τερματιστεί» , λέει και νιώθει τυχερός που έμειναν όλοι τους ζωντανοί και βρήκαν εργασία και στέγη, διατροφή που τους προσφέρει το ξενοδοχείο. «Στην Κρήτη όλοι άνθρωποι είναι ευγενικοί και ντόμπροι. Στο Πανόραμα βγαίνουμε κάποια βράδια στα καφενεία και μας δέχονται σαν τους δικούς τους ανθρώπους, μας μιλούν και νιώθουμε πάρα πολύ όμορφα μαζί τους”, και συμπληρώνει: “Δυστυχώς τα ελληνικά μας είναι ελάχιστα, κάποιες λέξεις μόνο, δεν μπορούμε να πιάσουμε συζήτηση, μιλάμε, φυσικά, αγγλικά, αλλά και εγώ και η σύζυγός μου προσπαθούμε να μάθουμε και την ελληνική γλώσσα».
Στο χώρο του τουρισμού βρήκε εργασία και η πρώην πρόεδρος του ελληνικού συλλόγου του Χάρκοβο Κατερίνα Σεβτσένκο. Δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα γλώσσας καθώς δίδασκε στο Χάρκοβο την ελληνική και τον πολιτισμό στο κυριακάτικο σχολείο του συλλόγου.
“Θα εργαστώ ως καμαριέρα στο ξενοδοχείο στη Σκιάθο. Σκληρή εργασία, με μια μέρα άδεια, αλλά θα μαζέψω χρήματα που θα χρειαστούμε στη Θεσσαλονίκη όπου άφησα τους ηλικιωμένους γονείς μου. Το νοίκι και τη διατροφή είναι μεγάλα έξοδα και από ό,τι φαίνεται δεν θα επιστρέψουμε σύντομα στην Ουκρανία “, λέει.
Μια άλλη Ουκρανή, η Ολένα Σότνικοβα προσπαθεί να βοήθησε στην εύρεση εργασίας τους συμπατριώτες της πρόσφυγες.
Η ίδια ήρθε στην Ελλάδα πριν δυο χρόνια. “Αμέσως ανέλαβα να κάνω κάτι για τους συμπατριώτες, έτσι δημιούργησα μια ομάδα στο FB», λέει στο ΑΠΕ_ΜΠΕ. Ο εθελοντισμός ήταν και είναι για την Ολένα τρόπος ζωής ακόμα από την πατρίδα της Ουκρανία. “Ποτέ δεν θα μπορούσα να πιστέψω πως θα βρεθώ να βοηθάω τους ομοεθνείς μου πρόσφυγες πολέμου. Είναι όμως η σκληρή πραγματικότητα. Ωστόσο η ζωή συνεχίζεται και πολλοί προσφύγεις χρειάζονται άμεσα βοήθεια.
Μια από της τελευταίες γυναίκες που βόηθησε η Ολένα είναι η 42χρόνη Ουκρανή Ανζέλα Κ. που εργάζεται κάποιες ημέρες σε ταβέρνα της Θεσσαλονίκης, στην κουζίνα και τη λάντζα. Παιδαγωγός στο επάγγελμα, εργαζόταν στο δημόσιο σχολείο, αλλά και σε ιδιωτικό παιδικό κέντρο δημιουργικής απασχόλησης παιδιών της Μαριούπολης.
«Φύγαμε τρομαγμένοι από την βομβαρδισμένη πόλη μας. Από το σπίτι μας έμειναν μόνο τα θεμέλια. Προχωρούσαμε πολλά χιλιόμετρα πεζή προς τα ρωσικά σύνορα, γιατί δεν είχαμε άλλη επιλογή. Περάσαμε τα σύνορα και βρεθήκαμε στο Νοβοροσίσκ (σσ.Μαύρη Θάλασσα), από κει στο Βλαντικαυκάζ (σσ. Βόρεια Οσετία), μετά – στην Γεωργία, και από κει στην Τουρκία, έτσι, με πολλές δυσκολίες και περιπέτειες στις 3 Απριλίου περάσαμε τα σύνορα της Ελλάδας, και φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη» , αφηγείται στο ΑΠΕ- ΜΠΕ. Η Ανζέλα δηλώνει χαρούμενη γιατί πριν λίγες μέρες άρχισε να δουλεύει. Δεν δείχνει να την ενοχλεί που πλένει όλη την ημέρα πιάτα. « Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στην Μαριούπολη, το σπίτι μας καταστράφηκε. Πήρα απόφαση να κάνω υπομονή, αφού κάποιοι συμπολίτες μας σκοτώθηκαν, άλλοι τραυματίστηκαν, ενώ εμείς σωθήκαμε».