Η Κεντροαριστερά είναι γνωστό ότι βρίσκεται σε τροχιά αναταράξεων και όλα δείχνουν ότι θα υπάρξουν εξελίξεις που θα σφραγίσουν την πορεία της για τα επόμενα χρόνια. Ο Αλέξης Τσίπρας, ο άλλοτε πανίσχυρος ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ και πρώην πρωθυπουργός, φαίνεται πως ετοιμάζει την οριστική αποχώρησή του από το κόμμα με το οποίο έφτασε στην εξουσία. Οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι η παραίτησή του από βουλευτής είναι θέμα χρόνου, ενώ στο παρασκήνιο έχει ήδη αρχίσει η προετοιμασία για το νέο του πολιτικό εγχείρημα, που αναμένεται να υλοποιηθεί την προσεχή άνοιξη.
Η πορεία του Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε εντυπωσιακή αλλά και γεμάτη αντιφάσεις. Από «σωτήρας» μιας νέας γενιάς ψηφοφόρων που ήλπιζαν σε ανατροπές, κατέληξε να θεωρείται από τους ίδιους του τους συντρόφους «βαρίδι» που δεν επιτρέπει στο κόμμα να ανακάμψει. Οι συνεχείς εκλογικές ήττες, η αδυναμία χάραξης στρατηγικής και οι προσωπικές επιλογές του οδήγησαν το κόμμα σε παρακμή και τον ίδιο σε σταδιακή πολιτική απομόνωση.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι –και κυρίως πολλοί πρώην σύντροφοί του– που τον χαρακτηρίζουν «αγαπημένο παιδί της διαπλοκής», κατηγορώντας τον ότι κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του έπαιξε έμμεσα το παιχνίδι των ισχυρών οικονομικών παραγόντων, αντί να υπερασπιστεί τις κοινωνικές δυνάμεις που τον στήριξαν. Αυτή η εικόνα, αν και αμφισβητήσιμη για τους φανατικούς υποστηρικτές του, έχει ριζώσει στη συνείδηση ενός μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης.
Η επικείμενη παραίτηση του Τσίπρα από τη βουλευτική έδρα του δεν είναι απλώς μια τυπική πράξη, αλλά ένα μήνυμα ότι κόβει κάθε δεσμό με τον ΣΥΡΙΖΑ. Θέλει να εμφανιστεί ως πολιτικός που παίρνει το ρίσκο και ξεκινά από το μηδέν, χωρίς να κρατά καρέκλες. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκει να προσελκύσει γύρω του στελέχη και ψηφοφόρους που έχουν απογοητευτεί από το υπάρχον κομματικό σκηνικό.
Ωστόσο, η απαίτηση που φαίνεται να θέτει στους βουλευτές που σκέφτονται να τον ακολουθήσουν είναι σκληρή: να παραιτηθούν και αυτοί από τις κοινοβουλευτικές θέσεις τους προτού ενταχθούν στο νέο κόμμα. Η κίνηση αυτή, αν και φαινομενικά ηθική, κρύβει και πολιτική σκοπιμότητα. Θέλει να αποδείξει ότι η νέα του προσπάθεια δεν θα χτιστεί πάνω σε έδρες που κερδήθηκαν με το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το νέο πολιτικό σχήμα θα παρουσιαστεί επισήμως την άνοιξη. Σε λίγες εβδομάδες από σήμερα θα παρουσιαστεί επίσημα το βιβλίο του με το οποίο θέλει να δώσει απαντήσεις σε όσα έχει κατηγορηθεί.
Ο Α. Τσίπρας φιλοδοξεί να εμφανιστεί ως ο ηγέτης που μπορεί να ενώσει τις διάσπαρτες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, προσελκύοντας τόσο απογοητευμένους Συριζαίους όσο και πολίτες που κινούνται μεταξύ ΠΑΣΟΚ και μικρότερων σχημάτων.
Η στόχευση είναι σαφής: δημιουργία ενός κόμματος με πιο ευρωπαϊκό και κεντροαριστερό προφίλ, που θα διεκδικήσει χώρο αριστερότερα της Νέας Δημοκρατίας. Παρά τις φιλόδοξες προθέσεις, τα εμπόδια είναι πολλά. Το πρώτο αφορά την αξιοπιστία του ίδιου του Α. Τσίπρα. Μπορεί να πείσει ότι εκπροσωπεί την ανανέωση, όταν έχει ταυτιστεί με πολιτικές που απογοήτευσαν; Μπορεί να φτιάξει κάτι καινούργιο χωρίς να κουβαλά μαζί του τα βαρίδια του ΣΥΡΙΖΑ;
Το δεύτερο εμπόδιο είναι οι συνεργάτες του. Κάποιοι ήδη ετοιμάζονται να τον ακολουθήσουν, αλλά η παραίτηση από τις βουλευτικές έδρες δεν είναι εύκολη απόφαση. Πολλοί διστάζουν να εγκαταλείψουν την κοινοβουλευτική καριέρα τους για ένα εγχείρημα που δεν έχει ακόμα αποδείξει ότι μπορεί να σταθεί.
Το τρίτο αφορά την κοινωνία. Η φθορά του Τσίπρα δεν είναι μόνο κομματική, είναι και προσωπική. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι έχει χάσει την εμπιστοσύνη ενός μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος.
Η αποχώρηση από την Κουμουνδούρου θα προκαλέσει στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς σεισμό. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι εξελίξεις θα αναδιατάξουν τον πολιτικό χάρτη.
Είτε το νέο κόμμα –με τη βοήθεια μιντιακών διαπλεκόμενων συμφερόντων– γίνει το όχημα μιας νέας πορείας είτε αποδειχθεί μια απέλπιδα προσπάθεια πολιτικής επιβίωσης, είναι σίγουρο πως η ευρύτερη Αριστερά μπαίνει σε μια φάση βαθιάς ανακατάταξης.
Και σε αυτή τη διαδικασία, ο Αλέξης Τσίπρας φιλοδοξεί να βρεθεί ξανά στο επίκεντρο, ακόμη κι αν χρειαστεί να διαλύσει ό,τι απέμεινε από το κόμμα που τον ανέδειξε.