Επιτέλους. Μία πρόταση που δεν ντρέπεται να κοιτάξει κατάματα το ελληνικό Δημόσιο και να του πει: «Ήρθε η ώρα να μεγαλώσεις». Με την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 103 του Συντάγματος, που καθιερώνει τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν απλώς αγγίζει το άβατο – το ποδοπατάει με στιβαρό βήμα.
Για πρώτη φορά κάποιος λέει το αυτονόητο: η μονιμότητα δεν είναι ιερό δισκοπότηρο· είναι άλλοθι για τη συστημική ανεπάρκεια. Για το «έλα μωρέ, δημόσιο είναι», για το «δεν γίνεται τίποτα» και το «πες ευχαριστώ που ήρθα». Η μονιμότητα γεννήθηκε, λένε, για να μην διώκει ένα κόμμα τους υπαλλήλους που διόρισε το άλλο. Καταπληκτική ιδέα – μόνο που εξελίχθηκε σε καθεστώς ατιμωρησίας για όλους. Δεν σε διώχνει κανείς, ό,τι και να κάνεις. Ή μάλλον: ό,τι και να μην κάνεις.
Η πρόταση Μητσοτάκη είναι ριζοσπαστική με τον πιο αριστοτεχνικά συντηρητικό τρόπο: απλώς απαιτεί να κάνει κάποιος τη δουλειά του. Και να κρίνεται γι’ αυτό. Όχι, δεν πρόκειται για κυνήγι μαγισσών. Πρόκειται για το αυτονόητο – και γι’ αυτό είναι τόσο επαναστατικό.
Όσο για την αξιολόγηση; Επιτέλους, κάποιος τολμά να πει ότι αν αρνείσαι να αξιολογηθείς, θα έχεις κυρώσεις. Γιατί μέχρι τώρα η αξιολόγηση στο Δημόσιο ήταν σαν το delivery: «θέλω μόνο το καλό, χωρίς τα δύσκολα». Και επειδή κάποιοι όντως κάνουν καλά τη δουλειά τους – ναι, υπάρχουν και τέτοιοι – ήρθε η ώρα να μην τους σέρνει κάτω η ισοπέδωση της μονιμότητας.
Κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του κάποιος για τη μονιμότητα, σηκώνεται η Πλατεία Κλαυθμώνος και καταριέται. Αλλά ίσως – και λέμε ίσως – να ήρθε η ώρα να αποχωριστούμε αυτήν τη γλυκιά αλλά τοξική αγκαλιά. Όχι γιατί μισούμε το Δημόσιο. Αλλά γιατί, επιτέλους, θέλουμε ένα Δημόσιο που να δουλεύει.
Και για να το πούμε κυνικά, όπως του αξίζει: η δουλειά δεν είναι ανθρώπινο δικαίωμα όταν δεν την κάνεις.