Mια μεγάλη ταπείνωση επιφύλασσε η Βουλή των Αντιπροσώπων για τον πρόεδρο Τραμπ λίγο πριν από το τέλος της θητείας του, όταν περισσότεροι από 100 ρεπουμπλικανοί βουλευτές συντάχθηκαν μαζί με τους Δημοκρατικούς για να ανατρέψουν το βέτο του προέδρου στο νομοσχέδιο για τις αμυντικές δαπάνες, ύψους 741 δισ. δολαρίων.
Στο νομοσχέδιο αυτό περιλαμβάνονται και οι κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας για την αγορά των ρωσικών S-400. Εάν, όπως αναμένεται, η Γερουσία κάνει το ίδιο τις αμέσως επόμενες ημέρες, θα πρόκειται για τη χειρότερη νομοθετική στιγμή της θητείας Τραμπ η οποία ολοκληρώνεται σε τρεις εβδομάδες. Ο Τραμπ έχει ασκήσει εννέα φορές βέτο σε νομοσχέδιο στη διάρκεια της προεδρίας του, όμως αυτή θα είναι η πρώτη φορά που, πιθανόν, θα ανατραπεί. Το νομοσχέδιο για τις αμυντικές δαπάνες, από το οποίο χρηματοδοτούνται οι μισθοί των μελών των Ενόπλων Δυνάμεων, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό και άλλες ανάγκες, εγκρίνεται από το Κογκρέσο κάθε χρόνο από το 1967 και φέτος το υπερψήφισαν και τα δύο νομοθετικά σώματα με ευρεία πλειοψηφία. Ο Τραμπ όμως άσκησε βέτο την περασμένη εβδομάδα, επιστρέφονιας πίσω το νομοσχέδιο στο Κογκρέσο με αντιρρήσεις, μεταξύ άλλων, και για την πρόταση να μετονομαστούν δέκα στρατιωτικές βάσεις οι οποίες φέρουν ονόματα ηγετών της Συνομοσπονδίας, δηλαδή της συμμαχίας πολιτειών του Νότου που είχαν ταχθεί υπέρ της δουλείας και ηττήθηκαν στον αμερικανικό εμφύλιο τον 19ο αιώνα.
Ο Τραμπ ενοχλήθηκε επίσης από το γεγονός ότι το νομοσχέδιο δεν κατήργησε το άρθρο 230 του νόμου για τις επικοινωνίες, το οποίο προστατεύει τεχνολογικές εταιρείες από νομικές ποινές για το περιεχόμενο που αναρτούν οι χρήστες. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ κατηγορεί συχνά τις εταιρείες αυτές όπως το Facebook και το Twitter ότι έχουν προκαταλήψεις εις βάρος του. Κάτι άλλο που απαίτησε ο Ντόναλντ Τραμπ, μάταια όπως αποδείχθηκε, είναι να αλλάξουν διατυπώσεις που μπορεί να επιβραδύνουν το σχέδιό του για απόσυρση αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν και τη Γερμανία.
Με το βέτο του Τραμπ και την επιστροφή του νομοσχεδίου στο Κογκρέσο, απαιτείτο αυξημένη πλειοψηφία, η οποία επετεύχθη στη Βουλή, με άνω των 2/3 των παρόντων να τάσσονται υπέρ των αμυντικών δαπανών, «παρά τις ενστάσεις του προέδρου».
Αυτό σημαίνει ότι 109 ρεπουμπλικανοί βουλευτές τάχθηκαν υπέρ της ανατροπής του προεδρικού βέτο μαζί με τους 212 Δημοκρατικούς, ένα αποτέλεσμα που αποτελεί βαρύ πλήγμα για τον πρόεδρο αλλά αναδεικνύει και τον διχασμό στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Ο Μακ Θόρνμπερι, ρεπουμπλικανός βουλευτής που συμμετέχει στην επιτροπή Ενόπλων Δυνάμεων του σώματος, που είχε προτρέψει τους συναδέλφους του να στηρίξουν το νομοσχέδιο στα μέσα Δεκεμβρίου, τους είπε να το ξανακάνουν. «Είναι ακριβώς το ίδιο νομοσχέδιο, ούτε ένα κόμμα δεν έχει αλλάξει», ανέφερε. «Σας ζητώ να το ψηφίσετε βάζοντας πάνω απ’ όλα το καλό της χώρας. Τίποτα άλλο δεν πρέπει να μας νοιάζει».
Η Δημοκρατική πρόεδρος της Βουλής Νάνσι Πελόζι εξέφρασε την ευγνωμοσύνη της για το ότι απέτυχαν «οι επικίνδυνες προσπάθειες για σαμποτάζ» του Τραμπ. «Ο πρόεδρος πρέπει να σταματήσει την εκστρατεία χάους της τελευταίας στιγμής και να πάψει να χρησιμοποιήσει τις τελευταίες του στιγμές στον Λευκό Οίκο για να εμποδίζει τη διακομματική δράση να προστατεύσουμε τις Ενοπλες Δυνάμεις μας και να υπερασπίσουμε την ασφάλειά μας», είπε.
Ομως ακτιβιστές δεν επαίνεσαν αυτή την ρεπουμπλικανική «εξέγερση». Η Μέρι Σμολ, εκ μέρους οργάνωσης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δήλωσε: «Δεν υπάρχει λόγος για πανηγυρισμούς. Είναι θλιβερό και εξοργιστικό το ότι η μοναδική φορά που οι Ρεπουμπλικανοί ενώθηκαν έναντι του Τραμπ αφορά την υποστήριξη ενός τεράστιου προϋπολογισμού για στρατιωτικές δαπάνες και όχι όλα αυτά τα τρομακτικά και απάνθρωπα πράγματα που έχει κάνει εις βάρος της δημοκρατίας».
της Νατάσας Μπαστέα από Τα Νέα