Τα παραλειπόμενα της μακράς πολιτικής σταδιοδρομίας του Κώστα Σημίτη αποτελούν, ως επί το πλείστον, γεγονότα που περιλαμβάνονται στη «μαύρη λίστα» του ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται για σημαντικές λεπτομέρειες που αφορούν το βιογραφικό του πρώην πρωθυπουργού, οι οποίες αναμφισβήτητα αναδεικνύουν μια διαφορετική πολιτική προσωπικότητα για την οποία η Χαριλάου Τρικούπη αποφεύγει να κάνει την όποια συζήτηση.
Εντούτοις, η φράση «έθεσε εαυτόν εκτός κόμματος» εισήχθη στην πολιτική ζωή από τον Ανδρέα Παπανδρέου και έγινε πράξη από αρκετούς αρχηγούς στη συνέχεια.
Πρώτα απ’ όλα, η περίπτωση του Κ. Σημίτη με τη διαγραφή του από τον Γιώργο Παπανδρέου, το έτος 2008.
Ο Κ. Σημίτης είχε διαφωνήσει εκείνη την περίοδο με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τη Συνθήκη της Λισαβώνας και με αυτό το πρόσχημα ο Γιώργος Παπανδρέου τον έθεσε εκτός Κοινοβουλευτικής Ομάδας κάνοντας επίδειξη πυγμής. «Κάνε ό,τι νομίζεις», είχε απαντήσει ο Κ. Σημίτης δηλώνοντας ότι θα συνεχίσει να υπηρετεί το εθνικό συμφέρον, όπως ο ίδιος το αντιλαμβανόταν.
Νωρίτερα, ο τότε εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, είχε χαρακτηρίσει ακατανόητη την επιστολή διαφοροποίησης του Κώστα Σημίτη, υποστηρίζοντας ότι ο πρώην πρωθυπουργός, το 2005, είχε προσυπογράψει την πρόταση του ΠΑΣΟΚ περί διεξαγωγής δημοψηφίσματος για τη Συνταγματική Συνθήκη και είχε επιχειρηματολογήσει επ’ αυτού και στη Βουλή. «Η διαφοροποίηση σε αυτήν τη συγκυρία αποπροσανατολίζει από τις προτεραιότητες του Κινήματος», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως, στην περίπτωση δηλαδή της διαγραφής του Κώστα Σημίτη, υπάρχει μια τεράστια διαφορά, συγκριτικά με άλλες διαγραφές στο ΠΑΣΟΚ.
Για πρώτη φορά διεγράφη πρώην πρόεδρος και μάλιστα πρώην πρωθυπουργός. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι μετά τη διαγραφή του, ο Κώστας Σημίτης επί της ουσίας αποσύρθηκε από την ενεργή κοινοβουλευτική δράση, ενώ στις επόμενες εκλογές δεν ήταν καν υποψήφιος.
Ο κ. Παπανδρέου απέστειλε τότε σχετική επιστολή στον Κ. Σημίτη με την οποία τον ενημέρωνε ότι δεν θα κινήσει μεν τις τυπικές διαδικασίες διαγραφής, σεβόμενος την ιστορία του πρώην πρωθυπουργού, αλλά δεν τον προσμετρά πλέον στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος.
Ο πρόεδρος του κόμματος ανέφερε ότι το θέμα του δημοψηφίσματος είχε λυθεί με ομόφωνες αποφάσεις του Συνεδρίου και των οργάνων του κόμματος, οπότε χαρακτήριζε ουσιαστικά άνευ αντικειμένου την επιστολή διαφοροποίησης. Αντ’ αυτού, ο Γ. Παπανδρέου θεώρησε ότι η δημοσιοποίηση της επιστολής αποτελούσε «αδικαιολόγητη πολιτική πράξη» που προκαλούσε ερωτήματα και σύγχυση στους πολίτες.
«Αντιλαμβάνομαι ότι έχεις τελικά αποφασίσει να κινείσαι έξω από το πλαίσιο των αποφάσεων του ΠΑΣΟΚ και να λειτουργείς αυτόνομα και ανεξάρτητα. Μπορώ να το κατανοήσω, αλλά δεν μπορώ να το δεχτώ.
Είμαι προσωπικά υποχρεωμένος αλλά και αποφασισμένος να διαφυλάττω την πολιτική ενότητα του Κινήματός μας, σεβόμενος την απόφαση της πλατιάς βάσης του ΠΑΣΟΚ της 11ης Νοεμβρίου», ανέφερε ο κ. Παπανδρέου.
Απαντώντας αργότερα σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, ο κ. Παπανδρέου δήλωσε μεταξύ άλλων ότι στην πολιτική «υπάρχουν και δύσκολες αποφάσεις», ενώ αρνήθηκε να προβλέψει εάν ο κ. Σημίτης πρόκειται να παραιτηθεί.
Απαντώντας στον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, με επιστολή του, ο Κ. Σημίτης τόνισε: «Κάνε ό,τι νομίζεις. Εγώ θα πράττω αυτό που επιβάλλει η συνείδησή μου και αυτό που κρίνω καλό για τη χώρα».
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, που αποτελούσε και το αντίπαλον δέος του Γιώργου Παπανδρέου, είχε αποφύγει αρχικά να τοποθετηθεί δημόσια, τηρώντας στάση αναμονής. Εντούτοις, ο «πόλεμος» μεταξύ εκσυγχρονιστών και παπανδρεϊκών ήταν οφθαλμοφανής.
Ο πρώην στενός συνεργάτης του Κώστα Σημίτη και υπουργός επί κυβερνήσεών του, Τάσος Γιαννίτσης, είχε χαρακτηρίσει τη διαγραφή κίνηση πανικού και φόβου, ενώ είχε κάνει λόγο για πραιτοριανή φρουρά.
Από την άλλη, ο Χρήστος Παπουτσής, πρόσωπο που έχαιρε της εμπιστοσύνης του Παπανδρέου, είχε αναφέρει ότι ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ δεν ανέχεται προσωπικές στρατηγικές. Ο Πέτρος Ευθυμίου είχε χαρακτηρίσει τις εξελίξεις από τις πιο δυσάρεστες στην ιστορία του κόμματος.
Στη συνέχεια, η συμμετοχή στελεχών που ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης ανέδειξε στο ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση Μητσοτάκη: Από τον Γιώργο Φλωρίδη μέχρι τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και από τη Λίνα Μενδώνη μέχρι τον Πάνο Τσακλόγλου.
Από την άλλη, διανοούμενοι που είχαν συνδεθεί μαζί του, όπως ο Κ. Τσουκαλάς, ο Ν. Μουζέλης και ο Αντ. Λιάκος, υποστήριξαν τον Αλέξη Τσίπρα το 2015, με τον ίδιο να έχει μιλήσει για «περιστασιακούς ενοίκους της εξουσίας» αναφερόμενος στον ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά το μεγαλύτερο ταμπού για το ΠΑΣΟΚ είναι τα σκάνδαλα που στιγμάτισαν τη δεύτερη κυβέρνηση Σημίτη. Από τα εξοπλιστικά μέχρι το Χρηματιστήριο και τη Siemens, πλήθος συνεργατών του πρώην πρωθυπουργού βρέθηκαν μπλεγμένοι σε σκοτεινές υποθέσεις που τραυμάτισαν σοβαρά το αποτύπωμα του κόμματος στη συλλογική συνείδηση.
Η πολιτική σκηνή στο ΠΑΣΟΚ έχει, φυσικά, δει πολλές διαγραφές προσωπικοτήτων, όπως:
• Αντώνης Τρίτσης (1987, ΠΑΣΟΚ): Ο Αντώνης Τρίτσης, υπουργός και ιδεολόγος του ΠΑΣΟΚ, διαγράφηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου έπειτα από δημόσιες διαφωνίες για την κατεύθυνση του κόμματος. Η διαγραφή του σήμανε την κυριαρχία της αρχηγικής φυσιογνωμίας του Ανδρέα Παπανδρέου.
• Θεόδωρος Πάγκαλος (2004, ΠΑΣΟΚ): Γνωστός για τις αιχμηρές δηλώσεις του, ο Θεόδωρος Πάγκαλος διαγράφηκε προσωρινά από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ έπειτα από έντονη κριτική που άσκησε στην ηγεσία του Γιώργου Παπανδρέου.
• Γιάννης Δημαράς (2010, ΠΑΣΟΚ): Η άρνηση του Γιάννη Δημαρά να ψηφίσει το πρώτο μνημόνιο τον έφερε σε ευθεία ρήξη με την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, οδηγώντας στη διαγραφή του. Το γεγονός αποτέλεσε προπομπό για μια σειρά αποχωρήσεων.