Τα λοκντάουν και οι περιορισμοί στα ταξίδια και τις μετακινήσεις που επιβλήθηκαν πέρσι, με σκοπό να αντιμετωπιστεί η πανδημία, οδήγησαν στην εντυπωσιακή αλλά πρόσκαιρη βελτίωση της ποιότητας του αέρα, ανακοίνωσαν τα Ηνωμένα Έθνη.
Ταυτόχρονα ωστόσο καταγράφηκε αύξηση ορισμένων ρύπων, επικίνδυνων για την υγεία, οι επιπτώσεις των οποίων στην κλιματική αλλαγή είναι δύσκολο να καθοριστούν.
«H Covid-19 ήταν ένα απροσδόκητο πείραμα όσον αφορά την ποιότητα του αέρα» καθώς διαπιστώθηκαν «πρόσκαιρες βελτιώσεις σε τοπικό επίπεδο», ανέφερε ο Πέτερι Τάαλας, ο γενικός γραμματέας του WΜO. «Όμως μια πανδημία δεν μπορεί να αντικαταστήσει μια συστηματική δράση για την αντιμετώπιση των κυριότερων παραγόντων που προκαλούν τη ρύπανση και την κλιματική αλλαγή», τόνισε.
Η έκθεση υπογραμμίζει επίσης ότι η κατάσταση ήταν πιο περίπλοκη απ’ όσο δείχνει με την πρώτη ματιά. Μπορεί οι εκπομπές σωματιδίων που συνδέονται με την ανθρώπινη δραστηριότητα να μειώθηκαν, όμως η περσινή χρονιά σημαδεύτηκε επίσης από «αμμοθύελλες άνευ προηγουμένου και πυρκαγιές που επηρέασαν την ποιότητα του αέρα». Χάρη στην καραντίνα μειώθηκαν επίσης οι εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, όπως του διοξειδίου του άνθρακα, αλλά ταυτόχρονα μειώθηκαν και τα σωματίδια που βοηθούν στην ψύξη της ατμόσφαιρας, όπως εκείνα που περιέχουν θείο, εξήγησε η Οξάνα Ταράσοβα, η διευθύντρια του τμήματος Έρευνας του Περιβάλλοντος της Ατμόσφαιρας του WΜO.
Ο WΜO παρατήρησε επίσης αύξηση της συγκέντρωσης όζοντος, ενός αερίου που προστατεύει από την υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου όταν βρίσκεται στη στρατόσφαιρα αλλά είναι επικίνδυνο για την υγεία όταν βρίσκεται κοντά στο έδαφος. Το γεγονός αυτό οφείλεται πιθανότατα στη μείωση των εκπομπών οξειδίων του αζώτου από τις συγκοινωνίες, τα οποία καταστρέφουν το όζον.