Το καμπανάκι το είχαν χτυπήσει χρόνια πριν ουκ ολίγοι ηγέτες. Και αυτό δεν ήταν άλλο από τα σχέδια μιας οικονομικής ελίτ –που στο παρελθόν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε περιγράψει με τη φράση «διαπλεκόμενα» βάζοντάς τα στο πολιτικό λεξιλόγιό μας– στόχος της οποίας ήταν να ελέγχει την πολιτική εξουσία. Τα παραδείγματα στην πρόσφατη πολιτική ιστορία μας ουκ ολίγα.

Βιώνουμε μια περίοδο στην οποία οι πρωταγωνιστές της διαπλοκής δεν θέλουν απλά να επηρεάζουν την πολιτική εξουσία, αλλά σε πολλές χώρες πλέον δεν είναι πίσω από τη σκηνή, λειτουργώντας με υποβολείς, αλλά επιθυμούν να βγουν μπροστά. Αυτό έχει και τα αρνητικά αλλά και τα θετικά του. Καθώς πια ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν ξέρει τι του γίνεται.

Κάποιος σήμερα πρέπει να είναι ή πολύ αφελής ή ξένος στην ίδια χώρα, που να μη συνειδητοποιεί την άσκηση επί του πεδίου της πολιτικής που επιχειρούν διάφορα ετερόκλητα συμφέροντα. Εκείνες οι δυνάμεις που θεωρούν ότι η αποδυνάμωση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και η πτώση της, αλλά και ο κατακερματισμός του πολιτικού συστήματος, μπορούν να γίνουν δίαυλοι για την υλοποίηση των δικών τους επιχειρηματικών σχεδίων και των στρατηγικών συμφερόντων τους.

Όχι πως η κυβέρνηση δεν έχει υποπέσει σε λάθη εκτιμώντας ότι τα συμφέροντα, τα οποία μέχρι χθες στήριζαν τις πολιτικές της, θα τηρούσαν τα προσχήματα, αλλά τα όσα συμβαίνουν δείχνουν ότι οι εκτιμήσεις που έκαναν ήταν λάθος, καθώς η ιστορία έχει δείξει ότι τα κάθε λογής συμφέροντα στη βάση τους παραμένουν αδηφάγα και έτοιμα να «κατασπαράξουν» κυβερνήσεις, είτε δημιουργώντας συνθήκες αστάθειας είτε γιατί δεν «χορταίνουν» τα θέλω τους. Και αυτό γιατί με κάθε τρόπο θέλουν να περάσουν το μήνυμα για το «ποιος κάνει κουμάντο».

Μια συζήτηση με κάποιους πρώην πρωθυπουργούς θα ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστική για όσους έχουν απορία ή απορίες. Ας επιστρέψουμε όμως και πάλι από την ιστορική αναδρομή στο σήμερα.

Η κυβέρνηση πλέον δεν βιώνει τα σχέδια αποδυνάμωσης Μητσοτάκη, αλλά έχει περάσει στο δεύτερο σχέδιο, καθώς πλέον στόχος της διαπλοκής είναι να πέσει η κυβέρνηση και να οδηγηθεί ο τόπος σε εκλογές, που με βάση τα δημοσκοπικά στοιχεία οδηγούν σε ακυβερνησία. Κανένα κόμμα δεν συγκεντρώνει ποσοστά αυτοδυναμίας, ενώ στην αντιπολίτευση ουδείς δείχνει να έχει ρεύμα κυβερνησιμότητας.

Αυτό είναι στην ουσία σαν βούτυρο στο ψωμί των συμφερόντων. Μια κυβέρνηση πολυκομματική, με διάφορους ομόκεντρους κύκλους στο εσωτερικό της, που θα ελέγχεται ευκολότερα από εξωθεσμικές ομάδες, σε μια ισορροπία τρόμου και συναλλαγής.

Εξάλλου, κανείς δεν θα ήθελε το πολιτικό χάος και την ακυβερνησία, ιδιαίτερα σε μια περίοδο γεωπολιτικής ρευστότητας. Σε αυτήν την περίπτωση, θα δημιουργηθούν οι «απαιτήσεις» είτε για συμμαχικές κυβερνήσεις είτε για κυβερνήσεις... προθύμων, που δεν θα έχουν τα πολιτικά καύσιμα και αποθέματα ώστε να συγκρουστούν με τις... επιθυμίες διαφόρων συμφερόντων.

Το Μαξίμου και ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζουν ότι όσο περνούν οι μέρες το σκηνικό που θα διαμορφώνεται τόσο από την πολυκερματισμένη αντιπολίτευση όσο και από ισχυρά συμφέροντα θα κλιμακώνει τις επιθέσεις με στόχο την αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης. Το εάν το δίλημμα που θα τεθεί στην πορεία προς τις κάλπες «Μητσοτάκης ή χάος» θα σταθεί αρκετό για να πείσει την κοινωνία θα φανεί.

Το βέβαιο είναι ότι αυτό από μόνο του δεν θα αρκεί. Η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός θα πρέπει να απευθυνθούν στον εν δυνάμει σύμμαχό τους, που είναι η κοινωνία. Λειτουργώντας με ενσυναίσθηση και υλοποιώντας πολιτικές στήριξης των πολλών, μπορεί να ανατρέψει τα σχέδια που απεργάζονται οι γνωστοί-άγνωστοι του συστήματος.

Η μπάλα είναι ακόμα στο γήπεδό της. Και οι αποφάσεις της από εδώ και πέρα θα κρίνουν εάν η Ελλάδα θα μπει πάλι σε περιπέτειες ή θα μπορέσει να βγει από το τούνελ που κάποιοι θέλουν να τη βάλουν.

Απλά, εφεξής δεν θα υπάρχει καμία δικαιολογία, καθώς κανείς δεν είναι ανυποψίαστος για τα όσα συμβαίνουν και παίζονται. Κυρίως όσοι από αυτούς πίστεψαν ότι ταΐζοντας το θηρίο θα μπορούσαν να το κάνουν «φίλο». Ιδιαίτερα όσοι ερμηνεύουν κατά το δοκούν το «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει».