Το συγχαρητήριο μήνυμα του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Κιρ Στάρμερ δεν ήταν απλώς ένδειξη αβροφροσύνης του Ελληνα πρωθυπουργού προς τον Βρετανό ομόλογό του, ύστερα από την ευρεία νίκη των Εργατικών στις εκλογές της 4ης Ιουλίου. Κι αν κάποιος δεν γνωρίζει το υπόβαθρο, σίγουρα μπορεί να αναρωτηθεί τι είναι αυτό που ώθησε τον κ. Μητσοτάκη να σπεύσει να συγχαρεί τον ηγέτη των Εργατικών για την ιστορική επικράτηση στις βρετανικές εκλογές έναντι των Συντηρητικών που ανήκουν – τυπικά τουλάχιστον– στην ίδια πολιτική οικογένεια με τη ΝΔ.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Ηταν τον περασμένο Νοέμβριο όταν ο Ελληνας πρωθυπουργός πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στο Λονδίνο, ωστόσο δεν πέρασε από την Ντάουνινγκ Στριτ. Και αυτό δεν ήταν δική του επιλογή ή παράλειψη, αλλά ένα ξεκάθαρο unfair από τον απερχόμενο πρωθυπουργό και ηγέτη των Τόρις, Ρίσι Σούνακ, ο οποίος ακύρωσε την τελευταία στιγμή την προγραμματισμένη εξ αρχής συνάντησή του με τον κ. Μητσοτάκη. Αφορμή ήταν συνέντευξη του Ελληνα πρωθυπουργού στο BBC, στην οποία καυτηρίασε τη στάση της βρετανικής κυβέρνησης αναφορικά με τα Γλυπτά του Παρθενώνα και την προοπτική της επιστροφής τους στο Μουσείο της Ακρόπολης, την ώρα μάλιστα που δεν ήταν πια μυστικό ότι γίνονται σχετικές συζητήσεις με το Βρετανικό Μουσείο – προφανέστατα όχι ερήμην της κυβέρνησης και του κ. Σούνακ.
Ο μικρόψυχος Σούνακ
Με άλλα λόγια, παρά το γεγονός ότι ο κ. Σούνακ θα έπρεπε, τουλάχιστον, να μοιράζεται τις ίδιες πολιτικές απόψεις και αντιλήψεις με τον κ. Μητσοτάκη λόγω των κεντροδεξιών καταβολών του, επέλεξε τότε, προφανώς εν όψει των εκλογών και της καταρρέουσας δημοτικότητάς του, να προχωρήσει, τάχα, σε επίδειξη δύναμης έναντι του Ελληνα ομολόγου του και σε μια πρωτοφανή πρόκληση εναντίον της χώρας μας. Απόφαση την οποία τις επόμενες ημέρες καυτηρίασαν όχι μόνο ο βρετανικός Τύπος, αλλά και πολιτικοί και διπλωματικοί κύκλοι. Ο κ. Μητσοτάκης ωστόσο, από τη δική του πλευρά, είχε φερθεί όπως ακριβώς αρμόζει σε έναν ηγέτη, ακολουθώντας τους στοιχειώδεις κανόνες πολιτικής –και όχι μόνο– ευγένειας. Ακριβώς λόγω της προεκλογικής περιόδου στη Βρετανία φρόντισε να συναντήσει τον κ. Στάρμερ, με τον οποίο συζήτησε, μεταξύ άλλων, και το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Μπορεί συνεπώς η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον τελευταίο να αλλάξει τη δυναμική του αιτήματος της Αθήνας και να επιστρέψει στο προσκήνιο η προοπτική της επιστροφής των Γλυπτών στο Μουσείο της Ακρόπολης; Θεωρητικά τουλάχιστον, η απάντηση είναι θετική, καθώς ο νέος πρωθυπουργός της Βρετανίας έχει δηλώσει ότι δεν πρόκειται να μπλοκάρει μια απόφαση του Βρετανικού Μουσείου για «δανεισμό» των Γλυπτών στην Αθήνα. Η λέξη «δανεισμός» που χρησιμοποίησε υπαινίσσεται συνεπώς ότι ναι μεν ανοίγει ένα παράθυρο επιστροφής, αλλά αυτή δεν θα είναι μόνιμη, διότι και ο κ. Στάρμερ παραμένει προσηλωμένος στη θέση που εκφράζει κάθε φορά το Λονδίνο ότι η κυριότητα των Γλυπτών ανήκει στους Βρετανούς. Επίσης, δεν έχει εκφράσει πρόθεση για αλλαγή της βρετανικής νομοθεσίας που απαγορεύει την παραχώρηση της ιδιοκτησίας –άρα της κυριότητας– των αντικειμένων που ανήκουν στο Βρετανικό Μουσείο.
Ζητούμενο συνεπώς από εδώ και πέρα είναι εάν πλέον τα δεδομένα μπορούν να αλλάξουν, ειδικά ύστερα από την ομολογία της Τουρκίας, ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής της UNESCO, ότι δεν υπάρχει φιρμάνι παραχώρησης των Γλυπτών προς τον λόρδο Ελγιν, όπως ισχυρίζεται η βρετανική πλευρά. Με άλλα λόγια, η UNESCO βρίσκεται πλέον ενώπιον της ομολογίας ότι τα Γλυπτά έχουν κλαπεί και παρανόμως βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο – ή, άλλως, το Λονδίνο δεν έχει την κυριότητά τους.
Ραντεβού στην Ουάσιγκτον
Σε αυτό φαίνεται ότι θα εστιαστούν οι συζητήσεις των δύο πλευρών εφεξής, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς όσων πρόκειται να πουν Μητσοτάκης-Στάρμερ, αρχής γενομένης από την επικείμενη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, στην Ουάσιγκτον. Ωστόσο, τον πήχη των προσδοκιών είναι αλήθεια πως χαμηλώνει κατά τι το γεγονός ότι και στο παρελθόν ηγέτες των Εργατικών, όπως ο Νιλ Κίνον, ο Τόνι Μπλαιρ ή ακόμη και ο Τζέρεμι Κόρμπιν, είχαν πει τα ίδια ακριβώς λόγια για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, αλλά τίποτε δεν έγινε.