Πριν ακόμη τις 19:00 χθες, όταν άνοιξαν οι κάλπες των ευρωεκλογών για την καταμέτρηση των ψήφων, όλοι γνώριζαν ότι η συγκεκριμένη αναμέτρηση θα ήταν χαλαρή και ολίγον τι απρόβλεπτη. Πράγματι, λοιπόν, τα αποτελέσματα δικαίωσαν αυτήν την εκτίμηση, αφού και οι δημοσκοπήσεις κατάφεραν μεν ν’ αποτυπώσουν σε γενικές γραμμές τις τάσεις, αλλά δεν περιέγραψαν με ακρίβεια το τελικό αποτέλεσμα.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Το κυρίαρχο μήνυμα της χθεσινής διαδικασίας δεν έρχεται πάντως από την κάλπη, αλλά από αυτούς που δεν πήγαν στην κάλπη. Οι αρχικοί φόβοι επιβεβαιώθηκαν και η αποχή μπορεί οριακά να μην έγραψε «6» μπροστά, ωστόσο κατέρριψε κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως σχεδόν μόλις ένας στους τρεις ψηφοφόρους πήγε ως την κάλπη και έριξε την ψήφο του, ενώ δύο στους τρεις αδιαφόρησαν – για διαφορετικούς λόγους βεβαίως καθένας. Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, η αποχή έβλαψε τη Νέα Δημοκρατία και αυτό εξηγεί εν μέρει την πύρρειο νίκη της και την απώλεια του ψυχολογικού φράγματος του 30%.

Ωστόσο, η σύγκριση των ποσοστών Νέας Δημοκρατίας, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ σε σχέση και με τις ευρωεκλογές του 2019 και με τις εθνικές εκλογές του 2023 δείχνει ότι η κυριαρχία της κυβερνητικής παράταξης εξακολουθεί να είναι δεδομένη. Οι αριθμοί καταγράφουν άλλωστε ένα ακόμη «double score» με μπασκετικούς όρους σε ό,τι αφορά το ποσοστό του πρώτου (Νέα Δημοκρατία) και του δεύτερου (ΣΥΡΙΖΑ), ενώ η διαφορά μεταξύ τους είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί ποτέ σε ευρωεκλογές. Παράλληλα, ο χάρτης βάφτηκε μία ακόμη φορά μπλε, πλην δύο εξαιρέσεων: αυτήν της Θράκης, όπου προηγείται το μειονοτικό κόμμα (σ.σ.: όπως και το 2019), και δύο νομών της Κρήτης, όπου πήρε κεφάλι το ΠΑΣΟΚ.

Σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, το βέβαιο είναι πως οι μεγαλοστομίες του προέδρου του επ’ ουδενί δικαιώθηκαν και το πρόβλημα στην Κουμουνδούρου παραμένει, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατορθώνει επί της ουσίας να εκμεταλλευτεί τις φυσιολογικές, ως έναν βαθμό, απώλειες που καταγράφει η Νέα Δημοκρατία. Ετι περισσότερο, κινείται πολύ πιο κάτω από τον πήχυ που έθεσε ο Στέφανος Κασσελάκης και το χειρότερο είναι πως αισθάνεται πλέον καυτή την ανάσα του ΠΑΣΟΚ στην πλάτη του, παρότι και στη Χαριλάου Τρικούπη πέρασαν μάλλον κάτω από τον πήχυ που είχαν βάλει αρχικά και την υπερβολική αισιοδοξία ότι μπορεί να είναι το ΠΑΣΟΚ δεύτερο κόμμα. Από την άλλη πλευρά, τα κόμματα που κινούνται αριστερότερα του ΣΥΡΙΖΑ (Πλεύση Ελευθερίας, Νέα Αριστερά, ΜέΡΑ25) δεν κατέγραψαν ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις και άρα δεν υπήρξαν διαρροές από τον ΣΥΡΙΖΑ προς αυτά, σε αντίθεση με το ΚΚΕ που κατέγραψε σημαντική άνοδο.

Το μπρα ντε φερ και οι λαϊκιστές

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ καταγράφει για τρίτη συνεχή εκλογική αναμέτρηση μια κάποια άνοδο και αυτό σημαίνει ότι οι εξελίξεις στον χώρο της κεντροαριστεράς θα έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον το αμέσως επόμενο διάστημα. Ομως, η πίεση παραμένει στο γήπεδο της αντιπολίτευσης και όχι της κυβέρνησης, καθώς βάσει των χθεσινών αποτελεσμάτων από τη μία ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως ο ισχυρός εταίρος και από την άλλη το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να αποδείξει ότι είναι ικανό να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στη μάχη της κεντροαριστεράς.

Από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά το ζήτημα που είχε συζητηθεί όσο κανένα άλλο πριν καν ανοίξουν οι κάλπες, αυτό της ανόδου των λαϊκίστικων, εθνικιστικών και ακροδεξιών κομμάτων, η Ελλάδα δεν φαίνεται να επιβεβαιώνει τη ραγδαία ανοδική τάση που καταγράφηκε σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες – με προεξάρχουσες ασφαλώς τη Γαλλία και τη Γερμανία. Ναι μεν ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα τα κόμματα αυτής της κατεύθυνσης κατέγραψαν ισχυρή παρουσία, ωστόσο τα συνολικά ποσοστά τους στην επικράτεια δείχνουν ότι ακόμη και οι διαρροές της Νέας Δημοκρατίας προς αυτά ήταν τελικώς συγκρατημένες. Πέραν της Ελληνικής Λύσης, που σχεδόν διπλασίασε τις δυνάμεις της σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2019 και με τις εθνικές εκλογές του 2023, τα υπόλοιπα κόμματα που συγκαταλέγονται σ’ αυτόν τον χώρο και κυρίως οι ισορροπίες που διαμορφώνονται στο σύνολο του πολιτικού σκηνικού βρίσκονται πάνω-κάτω στα ίδια επίπεδα και δεν αλλάζουν δραματικά, όπως συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που σημαδεύτηκαν από την άνοδο ακόμη και των ευρωσκεπτικιστών.