Η περίοδος διακυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα χαρακτηρίστηκε από σφοδρή δημοσιονομική πίεση, ασφυκτικούς όρους από τους θεσμούς και –όπως αποδείχθηκε– έναν φορολογικό καταιγισμό που τσάκισε τη μεσαία τάξη, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Αν και το πρώτο εξάμηνο ήρθε με σημαία το τέλος της λιτότητας, στην πράξη επέβαλε ή διατήρησε μια σειρά από μέτρα που γονάτισαν την ελληνική κοινωνία και στο τέλος οδήγησαν τον ΣΥΡΙΖΑ σταδιακά στο πολιτικό περιθώριο. 

Τα «αμαρτήματα» 

Θα αναφερθούμε στα επτά πιο σημαντικά φορολογικά «αμαρτήματα» εκείνης της κυβέρνησης, τα οποία δεν μπορούν να ξεχαστούν, αφού άφησαν βαθιά πληγή στην οικονομική ζωή των πολιτών: 

1. Η Εισφορά Αλληλεγγύης, ένα προσωρινό –υποτίθεται– μέτρο που εφαρμόστηκε τα πρώτα χρόνια της κρίσης, μετατράπηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ σε σταθερό και βαρύ χαράτσι για εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενους. Αντί να καταργηθεί, αυξήθηκε και επεκτάθηκε, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο τα εισοδήματα των μισθωτών, των συνταξιούχων και των ελεύθερων επαγγελματιών με αποδοχές άνω των 12.000 ευρώ. 

Αποτέλεσμα; Ακόμη και μεσαία εισοδήματα θεωρήθηκαν υψηλά και υπέστησαν δυσανάλογη επιβάρυνση, με την τότε κυβέρνηση να βαφτίζει τον φόρο «μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης», ενώ στην πράξη λειτούργησε ως αντικίνητρο για εργασία και επένδυση. 

2. Ίσως το πιο μοιραίο «λάθος» της κυβέρνησης Τσίπρα ήταν ο λεγόμενος «νόμος Κατρούγκαλου», που συνένωσε τα ασφαλιστικά ταμεία και άλλαξε δραματικά τη βάση υπολογισμού των εισφορών για ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες. Οι εισφορές συνδέθηκαν με το εισόδημα, με αποτέλεσμα όσοι δήλωναν υψηλότερα έσοδα να πληρώνουν έως και το 60% του καθαρού εισοδήματός τους σε φόρους και εισφορές. 

Το αποτέλεσμα ήταν η φορο-ασφαλιστική εξόντωση ενός ολόκληρου παραγωγικού κλάδου, που ωθήθηκε στη μαύρη εργασία, σε λουκέτα ή σε αλλαγή επαγγέλματος, ενώ οι περισσότεροι νέοι επιστήμονες και ελεύθεροι επαγγελματίες κατέληξαν να δηλώνουν ελάχιστα ή να εργάζονται στο εξωτερικό. 

3. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων, προχώρησε το 2016 στην αύξηση του βασικού συντελεστή ΦΠΑ από 23% στο 24%. Παράλληλα, κατάργησε τους μειωμένους συντελεστές στα νησιά του Αιγαίου – ένα μέτρο που λειτούργησε σαν τιμωρία για το πιο ευαίσθητο και εθνικά κρίσιμο τμήμα της χώρας. 

Ο τουριστικός τομέας και οι τοπικές κοινωνίες επλήγησαν σημαντικά, καθώς το κόστος διαβίωσης αυξήθηκε απότομα, ενώ οι τουριστικές επιχειρήσεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με έντονο ανταγωνιστικό μειονέκτημα σε σχέση με άλλες μεσογειακές χώρες. 

4. Ακόμα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα καταστροφικής φορολογίας ήταν ο φόρος στο κρασί, ο οποίος επιβλήθηκε το 2016. Μέτρο που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από οινοπαραγωγούς, αγρότες και καταναλωτές, καθώς επιβάρυνε ένα τοπικό προϊόν με διεθνή προοπτική, χωρίς ουσιαστικό δημοσιονομικό όφελος. 

5. Η κυβέρνηση επέβαλε επίσης φόρο στον καφέ, στα ηλεκτρονικά τσιγάρα, στην κινητή τηλεφωνία και σε κάθε πιθανή καταναλωτική συνήθεια, μετατρέποντας την καθημερινότητα του πολίτη σε πεδίο συνεχών επιβαρύνσεων. 

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έκανε μεγάλη στροφή προς τη φορολόγηση της κατανάλωσης, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι έμμεσοι φόροι (ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης, τέλη και επιβαρύνσεις). 

Στην πράξη, ο πολίτης πλήρωνε όλο και περισσότερα στην καθημερινότητά του –από τη βενζίνη και το ρεύμα, μέχρι το ψωμί και τα φάρμακα– χωρίς να βλέπει ανάλογη βελτίωση στις παροχές ή τις υποδομές. 

6. Παρά τις εξαγγελίες για «κατάργηση του ΕΝΦΙΑ», που αποτέλεσε μία από τις βασικές προεκλογικές υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ το 2015, ο φόρος όχι μόνο δεν καταργήθηκε, αλλά παρέμεινε και αυξήθηκε για εκατοντάδες χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων, ειδικά με τις νέες αντικειμενικές αξίες και την αύξηση των ζωνών. 

Η μεσαία τάξη, που διατηρούσε μικρή ακίνητη περιουσία, είτε ως επένδυση είτε ως κατοικία για τα παιδιά της, βρέθηκε ξαφνικά αντιμέτωπη με υπέρογκες επιβαρύνσεις – ενώ η ίδια κυβέρνηση προσπαθούσε να περάσει το αφήγημα πως «φορολογεί μόνο τους πλούσιους». 

7. Η κυβέρνηση Τσίπρα υπέγραψε και εφάρμοσε τον μηχανισμό δημοσιονομικού κόφτη – που προέβλεπε αυτόματες περικοπές δαπανών αν δεν επιτυγχάνονταν οι στόχοι. Για να τον αποφύγει , η κυβέρνηση επέλεξε να υπερφορολογήσει τους πολίτες, επιτυγχάνοντας έτσι τεχνητά πλεονάσματα, που παρουσιάζονταν ως απόδειξη επιτυχίας, ήταν αποτέλεσμα ασφυκτικής λιτότητας και φορολογικής εξάντλησης της κοινωνίας. Η ανάπτυξη έμεινε πίσω, οι επενδύσεις πάγωσαν και οι πολίτες ένιωθαν όλο και πιο φτωχοί, παρά τις θριαμβολογίες για «έξοδο από τα μνημόνια». 

Τιμωρητική λογική 

Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε μία από τις πιο σκληρές, αντιαναπτυξιακές και τιμωρητικές φορολογικές πολιτικές της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Αντί να οικοδομήσει ένα δίκαιο και σταθερό φορολογικό πλαίσιο, βασίστηκε σε διαρκείς αυξήσεις, άδικες επιβαρύνσεις και υπερφορολόγηση της πραγματικής οικονομίας. 

Η μεσαία τάξη –την οποία αργότερα ο ίδιος ο Α. Τσίπρας παραδέχθηκε πως «υπερφορολόγησε»– υπήρξε το μεγάλο θύμα. Οι μικρομεσαίοι, οι νέοι επαγγελματίες, οι αγρότες και οι επιχειρηματίες είδαν την ελπίδα για ανάπτυξη να εξανεμίζεται μέσα σε φόρους, τέλη και εισφορές που δεν ανταποκρίνονταν ούτε σε παροχές ούτε σε μεταρρυθμίσεις. 

Η περίοδος εκείνη αποτελεί υπενθύμιση πως η φορολογία δεν είναι απλώς ένας αριθμός στον προϋπολογισμό. Είναι εργαλείο πολιτικής, κοινωνικής ισότητας και οικονομικής ανάπτυξης – ή, στην περίπτωση της κυβέρνησης Τσίπρα, ένα σύστημα τιμωρητικής λιτότητας με ταξικά χαρακτηριστικά και πολιτικό κόστος που εξακολουθεί να βαραίνει τους πολίτες διαχρονικά.