Ειλημμένη απόφαση θα πρέπει να θεωρείται η αύξηση των συντάξεων για πρώτη φορά μετά από την είσοδο της χώρας στα μνημόνια και τις αλλεπάλληλες μειώσεις που έχουν υποστεί. Μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού – η οποία δεν θα είναι και η τελευταία όπως λένε καλά ενημερωμένες πηγές – το 2023 θα βρει τους συνταξιούχους με ενισχυμένο εισόδημα. Οι σχετικές ανακοινώσεις, όσον αφορά το ύψος των αυξήσεων – αναμένονται μετά το φθινόπωρο.
Τα βλέμματα οπότε στρέφονται στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Στην Ευρώπη έχει ανοίξει πάλι το θέμα αυτό ενώ αποτέλεσε σημαντικό μέρος του ντιμπέιτ Μακρόν – Λεπέν.
Στα δικά μας, από την κυβέρνηση ξεκαθαρίζουν πως δεν υπάρχει καμία πρόθεση για αύξηση με τον υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Πάνο Τσακλόγλου να τονίζει ότι για τα επόμενα χρόνια δεν προβλέπεται να ενεργοποιηθεί η σχετική ρήτρα.
Όπως εξηγεί μιλώντας στα Νέα, «μια ιδιαίτερα ευχάριστη εξέλιξη των τελευταίων δεκαετιών τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς είναι η σημαντική και διαρκής αύξηση τόσο του προσδόκιμου της επιβίωσης όσο και του λεγάμενου «προσδόκιμου υγιούς επιβίωσης». Ταυτόχρονα σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες – και, σταδιακά, σε όλο και περισσότερες αναπτυσσόμενες – το ποσοστό γονιμότητας έχει μειωθεί σε επίπεδα που, χωρίς μετανάστευση, οδηγούν σε μείωση του πληθυσμού. Δεδομένου του ότι τα συστήματα κυρίων συντάξεων σε όλες σχεδόν τις χώρες είναι διανεμητικά – δηλαδή οι εισφορές των εργαζομένων πληρώνουν τις συντάξεις των συνταξιούχων -, χωρίς αναπροσαρμογή των ορίων συνταξιοδότησης ένας ταχύτατα μειούμενος αριθμός εργαζομένων θα έπρεπε να κληθεί να καταβάλει τις συντάξεις ενός όλο και μεγαλύτερου αριθμού συνταξιούχων. Αυτός είναι και ο λόγος που όλο και περισσότερες χώρες συνδέουν το προσδόκιμο της επιβίωσης με το ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης. Παρόμοια νομοθεσία υπάρχει και στην Ελλάδα. Ομως, όταν εισήχθη αυτή η νομοθεσία, η ηλικία συνταξιοδότησης στη χώρα μας ήταν τα 65 έτη, ενώ το όριο αυτό αυξήθηκε το 2013 στα 67 έτη. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η σχετική ρήτρα δεν προβλέπεται να ενεργοποιηθεί στα επόμενα χρόνια».
Σε ότι αφορά τις αυξήσεις στις συντάξεις, διευκρινίζει ότι «ο νόμος ορίζει ότι το ποσοστό της αύξησης είναι ο μέσος όρος της ποσοστιαίας μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και της μεταβολής του ΑΕΠ της προηγούμενης χρονιάς και δεν μπορεί να υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Η κυβέρνηση θα εφαρμόσει τον νόμο και ανάλογα με τις μεταβολές των παραπάνω μεταβλητών θα αναπροσαρμοστούν οι συντάξεις».