Αν δεν ήταν τόσο σοβαρό, θα ήταν ξεκαρδιστικό. Οι επαγγελματίες του κλάδου οχημάτων, που μπορούν να λύσουν και να δέσουν ένα αμάξι με τα μάτια κλειστά, που προγραμματίζουν ηλεκτρονικούς εγκεφάλους, τοποθετούν αισθητήρες, συναγερμούς, GPS και ηχοσυστήματα τελευταίας γενιάς, ξαφνικά δηλώνουν… ψηφιακά αναλφάβητοι. Δεν μπορούν, λέει, να σκανάρουν μια πινακίδα και να καταχωρίσουν σε μια πλατφόρμα ότι έβαλαν λάδια. Γιατί; Διότι η τεχνολογία τους «φοβίζει». Εκεί που χειρίζονται διαγνωστικά 5.000 ευρώ, διστάζουν μπροστά σε μια απλή εφαρμογή που είναι πιο εύκολη στη χρήση…. κι από φρυγανιέρα.
Και δεν σταματάμε εκεί. Καταγγέλλουν τον έλεγχο. Τον στοχοποιούν ως «παγίδα» και «απειλή». Να μαντέψουμε γιατί; Μήπως γιατί στα συνεργεία το 67% των εσόδων δεν φτάνει ποτέ στο Taxis; Μήπως γιατί στα πλυντήρια το 60% δουλεύει με αόρατο χρήμα; Ή μήπως επειδή στα πάρκινγκ – ναι, και εκεί – 4 στις 10 θέσεις δεν βγάζουν ούτε απόδειξη ούτε… κιχ;
Η πλατφόρμα δεν τιμωρεί κανέναν. Απλά καταγράφει τι μπαίνει, τι βγαίνει και αν κόπηκε παραστατικό. Δηλαδή τη δουλειά που υποτίθεται ότι έκαναν ήδη. Και τώρα που η ΑΑΔΕ τους ζητά να αποδείξουν τα αυτονόητα, ξαφνικά θυμούνται τη «γραφειοκρατία», τη «νομική ανασφάλεια» και – φυσικά – τη «μικρή οικογενειακή επιχείρηση» που πρέπει να προστατευτεί.
Ας το πούμε ωμά: δεν πρόκειται για τεχνική αδυναμία. Είναι πολιτισμική άρνηση του ελέγχου. Είναι το σύνδρομο του «μη μου ταράζετε τα νερά», σε έναν κλάδο που, όπως δείχνουν τα στοιχεία, έχει μετατρέψει τη φοροδιαφυγή σε κανονικότητα. Και όταν τελικά σκανάρουν τις πινακίδες, θα ανακαλύψουν ότι δεν είναι τόσο δύσκολο όσο το να ξεβιδώνεις κινητήρα. Αρκεί να το θέλεις.