Στην Τράπεζα της Ελλάδος πραγματοποιείται αύριο Τετάρτη 25 και μεθαύριο Πέμπτη 26 Οκτωβρίου η συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με οικοδεσπότη τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα.

Οι Διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών των χωρών της ζώνης του ευρώ και τα έξι μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ θα συνεδριάσουν στο κεντρικό κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος και θα λάβουν τις αποφάσεις τους για τη νομισματική πολιτική. Μετά το τέλος της συνεδρίασης, θα ακολουθήσει η συνέντευξη Τύπου κατά την οποία η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Christine Lagarde, επικουρούμενη από τον Αντιπρόεδρο της ΕΚΤ Luis de Guindos και τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, θα εξηγήσει τις αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ συνεδριάζει δια ζώσης στην έδρα της ΕΚΤ στη Φρανκφούρτη ή εξ' αποστάσεως, ενώ μία φορά τον χρόνο η συνεδρίαση φιλοξενείται από μία εθνική κεντρική τράπεζα.

Πρόκειται για την τρίτη κατά σειρά φιλοξενία της συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στην Τράπεζα της Ελλάδος, μετά το 2005 και το 2008.

Η ΕΚΤ αναμένεται να διατηρήσει σταθερά τα επιτόκια, για πρώτη φορά μετά από τις δέκα συνεχόμενες αυξήσεις από τον Ιούλιο του 2022, συνολικά κατά 450 μονάδες βάσης (4,5 ποσοστιαίες μονάδες).

Η κεντρική τράπεζα είχε προαναγγείλει από τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου ότι θα βάλει φρένο στην επιθετική νομισματική πολιτική της, σημειώνοντας ότι τα επιτόκια έχουν φθάσει σε επίπεδο, το οποίο αν διατηρηθούν για ικανό χρονικό διάστημα, θα συμβάλουν σημαντικά στην επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο του 2%.

Επίσημα, η ΕΚΤ δεν έχει κηρύξει τον τερματισμό του κύκλου σύσφιξης της πολιτικής της, κάτι που πιθανόν να το κάνει μετά από πολλούς μήνες, όταν θα έχει τη σχετική βεβαιότητα πως ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον στόχο του 2% το 2025 και θα μπορεί να προχωρήσει με ασφάλεια στη μείωση των επιτοκίων. Αυτό είναι εύλογο, καθώς μπορεί η πρόβλεψή της να είναι σήμερα ότι ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί, αλλά οι αβεβαιότητες είναι πολύ μεγάλες και κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει αποκλίσεις, οι οποίες αν είναι σημαντικές ή μεγάλης διάρκειας θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε νέα αύξηση των επιτοκίων.