Πονοκέφαλο φέρνουν στον Αλ. Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ τα αποτελέσματα όλων των μετρήσεων που καταδεικνύουν ότι η κυριαρχία Μητσοτάκη και Ν.Δ. δεν αμφισβητείται.
ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ
Σε μεγάλο πονοκέφαλο για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα εξελίσσονται τα δημοσκοπικά ευρήματα όλων των ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί από τα τέλη Αυγούστου μέχρι και σήμερα. Σε συνολικά δώδεκα έρευνες όλων των βασικών εταιρειών δημοσκοπήσεων (Marc, MRB, Opinion Poll, Pulse, GPO, Metron Analysis, Prorata κ.λπ.) αυτής της περιόδου φαίνεται ότι –ανεξάρτητα από τα γεγονότα του καλοκαιριού– η κυριαρχία Μητσοτάκη και Ν.Δ. δεν τίθεται σε αμφισβήτηση, με τον ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζεται σε δημοσκοπική στασιμότητα.
Αν κάποιος δει τις μετρήσεις του Ιουλίου και τις τελευταίες έρευνες, είναι σαν να μη συνέβη τίποτα. Ακόμα και αν σ’ αυτές φαίνεται ότι μπορεί ενδιάμεσα να υπήρξε μικρή κάμψη του ποσοστού της Ν.Δ., μετά τη ΔΕΘ η ΝΔ καταγράφει ανεβασμένες επιδόσεις ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει τελματωμένος. Ετσι, η διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ καταγράφεται από 5,5% έως και 9,5%. Το γεγονός αποκτά ιδιαίτερη σημασία τώρα πια, γιατί το τελευταίο διάστημα υπήρχαν έντονα αντιπολιτευτικά πυρά αλλά και γιατί σε επτά με οκτώ μήνες πραγματοποιούνται εκλογές. Τα ίδια αποτελέσματα βλέπει το επιτελείο του Αλ. Τσίπρα και στις δημοσκοπήσεις που διεξάγονται για λογαριασμό του ΣΥΡΙΖΑ.
Γι’ αυτό και ο Αλ. Τσίπρας στη ΔΕΘ δήλωσε «δεν έχω εμπιστοσύνη στις δημοσκοπήσεις», δείχνοντας πιθανόν τη γραμμή εχθροπάθειας απέναντι στις δημοσκοπικές εταιρείες που θα ακολουθήσει θυμίζοντας το 2019. Μπορεί να γράφονται στημένα σχόλια για συγκεκριμένες εταιρείες, αλλά αυτό μοιάζει με «ξεκάρφωμα». Το δόγμα είναι γνωστό: αφού οι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν μια άλλη πραγματικότητα από αυτήν που λέμε ότι υπάρχει, τόσο το χειρότερο για αυτές.
Το πρόβλημα όμως παραμένει για τον ΣΥΡΙΖΑ και αυτό απασχολεί τα μέλη και τα στελέχη του. Πολύ περισσότερο που αυτό το προβάδισμα της ΝΔ υπάρχει πια από τις αρχές του 2016, επισφραγίστηκε πανηγυρικά στις ευρωεκλογές και εθνικές του 2019 και συνεχίζεται να καταγράφεται δημοσκοπικά, δείχνοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αδύναμος να διεκδικήσει πρωτιά και ότι οδεύει προς νέα διπλή ήττα, με τον άχαστο Αλ. Τσίπρα να αναδεικνύεται σε συνήθη loser. Είναι φανερό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σε καμία περίπτωση δεν κατάφερε να εκφράσει τα αισθήματα και τις προσδοκίες της πλειονότητας του ελληνικού λαού, ούτε την εμπιστοσύνη του. Οι ακατανόητες συμπεριφορές του σε θέματα όπως προσφυγικό, ουκρανική κρίση, λειτουργία πανεπιστημίων, αλλά και ο φανατισμός, οι υπερβολές και οι ακρότητες του κοστίζουν και ταυτόχρονα έχουν καταστεί μόνιμα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας του, εμποδίζουν να τον προσεγγίσουν ακροατήρια που σε κάποιες φάσεις μπορεί να είχαν πρόβλημα με τη ΝΔ.
Σε μείζον πρόβλημα ανάγεται ότι δεν μπορεί να πείσει και να εμπνεύσει. Οταν το κυβερνητικό έργο στις διάφορες μετρήσεις φαίνεται να εξασφαλίζει ικανοποίηση από το 35%-39%, από την αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ εξασφαλίζει ικανοποίηση από το 15%-20%. Αν δε τίθεται το ερώτημα «πιστεύετε πως αν είχαμε μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν καλύτερα τα πράγματα, θετικά απαντά το 20%-22% μόνο. Εν ολίγοις, αναδεικνύεται απελπισία, με σημαντική μερίδα ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ να θεωρεί τον πολιτικό λόγο του αόριστο, χωρίς έμπνευση, συστημικό και ανεφάρμοστο. Ανάμεσα στους αναποφάσιστους επικρατούν τα ίδια χαρακτηριστικά, ενώ σε πρόβλημα δημιουργεί και ο δημαγωγικός, πολωτικός, ακραίος πολιτικός λόγος του.
Επίσης, σταθερό πρόβλημα είναι η απόσταση ασφαλείας που κρατάει ο μεσαίος χώρος και οι κεντρώοι ψηφοφόροι από τον ΣΥΡΙΖΑ. Σ’ αυτόν τον χώρο ο Κ. Μητσοτάκης εμφανίζει διπλάσιες επιδόσεις του Αλ. Τσίπρα και η διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ μεγαλώνει ακόμα περισσότερο. Η κυβερνητική θητεία του είναι μια άσχημη ανάμνηση για αυτούς τους ψηφοφόρους. Φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει ή δεν μπορεί να ακολουθήσει άλλη τακτική που θα μίκραινε τις αποστάσεις. Συνεχίζει με μια από τα ίδια αυτά τα χρόνια σταθερά, φλερτάροντας με μειοψηφίες (αντιεμβολιαστές, πουτινικοί, αντιδυτικοί, μπαχαλάκηδες των πανεπιστημίων κ.λπ.) μην κατανοώντας (;) ότι το άθροισμα μειοψηφικών ακροατηρίων –τα οποία, σημειωτέον, διεκδικούν και άλλες δυνάμεις– δεν μπορούν να σε κάνουν πλειοψηφική δύναμη, διατηρώντας ταυτόχρονα την καχυποψία και την έλλειψη εμπιστοσύνης αυτών των κοινωνικών, πολιτικών ακροατηρίων που θέλουν λογική, ορθολογισμό, σταθερότητα σαφείς προτάσεις.
Ασφαλώς και η σύγκριση Κ. Μητσοτάκη – Αλ. Τσίπρα εμποδίζει τον ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει δυναμική και να πλησιάσει τη ΝΔ. Σε όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός –σύμφωνα πάλι με τα αποτελέσματα όλων των ερευνών– ο Κ. Μητσοτάκης υπερέχει καταλυτικά του Αλ. Τσίπρα. Με δεδομένο ότι στις εκλογές ψηφίζουμε κόμμα αλλά και πρωθυπουργό, αυτό το στοιχείο θα επιδράσει καίρια και στις πρώτες και στις δεύτερες εκλογές.
Το σύνολο αυτών των προβλημάτων τελματώνει τον ΣΥΡΙΖΑ. καθίσταται κόμμα αδύναμο να αλλάξει, να αυτομεταρρυθμιστεί και παραμένει με απόσταση δεύτερο, γιατί απλώς ο τρίτος (ΠΑΣΟΚ) δεν φαίνεται να έχει τη στρατηγική και την πρόταση να πλησιάσει και να διεκδικήσει αλλαγή συσχετισμών. Ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε αδύναμος να ανασυνταχθεί μετά τις «σφαλιάρες» του 2019 και μοιάζει περισσότερο με ένα κόμμα μιας υποτιθέμενης Αριστεράς που έχει υποστεί μετάλλαξη από τη συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ και έχει ποτίσει δημαγωγία, πολωτικό πνεύμα, εχθροπάθεια κατά όποιου έχει άλλη άποψη από τη δική του. Εν ολίγοις, μοιάζει με κόμμα διαμαρτυρίας και ακρότητας, παρά με ένα κόμμα που μπορεί κάποιος να το εμπιστευτεί για να κυβερνήσει τη χώρα εν μέσω πολλαπλών κρίσεων.
Λίγοι μήνες έμειναν μέχρι τις εκλογές. Θα καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ να προχωρήσει, να αλλάξει; Δύσκολο, όλα δείχνουν ότι δεν μπορεί. Γι’ αυτό και οι πολίτες φαίνεται ότι του επιφυλάσσουν μια διπλή, οδυνηρή ήττα.