Ροντέο θέλει να κάνει –ακόμη μία φορά– τη Βουλή η νέα ετερόκλητη συμμαχία της άκρας Αριστεράς με την άκρα Δεξιά, με αφορμή την πρόταση για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για την τραγωδία των Τεμπών.

Πίσω από τις γραμμές του κοινού μετώπου που στήθηκε με αφορμή την πρόταση της Μαρίας Καρυστιανού, της προέδρου του Συλλόγου «Τέμπη 28.2.2023», ξεδιπλώνεται ένα σκηνικό με έντονο ανταγωνισμό, σφοδρές προσωπικές φιλοδοξίες και μάχη εντυπώσεων για το ποιος θα καρπωθεί το μεγαλύτερο πολιτικό όφελος.

Η κίνηση της κ. Καρυστιανού να απευθύνει κάλεσμα στα κόμματα της αντιπολίτευσης να αποσύρουν τις δικές τους προτάσεις και να συνυπογράψουν τη δική της, που περιλαμβάνει κατηγορίες έως και για «εσχάτη προδοσία», προκάλεσε κοινοβουλευτικό σεισμό και έντονο παρασκήνιο. Η δημόσια ρητορική, σε συνδυασμό με το βαρύ κατηγορητήριο που εμπλέκει τον ίδιο τον πρωθυπουργό, λειτούργησε ως καταλύτης για τη δημιουργία ενός ιδιότυπου μετώπου, στο οποίο συμπαρατάσσονται –έστω και άτυπα– η Ζωή Κωνσταντοπούλου, ο Κυριάκος Βελόπουλος, βουλευτές της Νίκης, τέσσερις «ανεξαρτητοποιημένοι» από τους Σπαρτιάτες και το Κίνημα Δημοκρατίας του Στέφανου Κασσελάκη.

Ωστόσο, όσο γρήγορα φτιάχτηκε αυτή η συμμαχία, τόσο εύθραυστη δείχνει να είναι. Οι βουλευτές του Στέφανου Κασσελάκη απέσυραν τελικά τις υπογραφές τους από την πρόταση της Κουμουνδούρου, τινάζοντας στον αέρα τη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να τη στηρίξει θεσμικά με τις απαραίτητες 30 υπογραφές.

Η Κουμουνδούρου βρίσκεται εκτεθειμένη, ενώ το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται να κρατά απόσταση ασφαλείας, απορρίπτοντας τις λογικές πολιτικής υπεραπλούστευσης και θεσμικής ακροβασίας.

Στο μεταξύ, η πολιτική όξυνση δεν κρύβεται: ο Στέφανος Κασσελάκης κατηγόρησε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ ότι «κοροϊδεύουν τους συγγενείς των θυμάτων» και υπονόησε πως εξυπηρετούν τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αρνούμενοι να υπογράψουν την πρόταση των συγγενών. Με εμφανή την ανάγκη να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τη σύγκρουση, εμφανίστηκε ως ο μόνος αυθεντικός εκφραστής της «δημοκρατικής απαίτησης» για τιμωρία των ενόχων, ακόμη κι αν το κατηγορητήριο εγείρει σοβαρά ερωτήματα ως προς τη νομική τεκμηρίωση. Θυμίζουμε ότι ήταν ο ίδιος που ουσιαστικά άδειασε τον Σωκράτη Φάμελλο όταν πήρε… πίσω τις υπογραφές των βουλευτών του κόμματός του, δημιουργώντας ισχυρούς εσωκομματικούς τριγμούς στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.

Από την άλλη πλευρά, η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Κυριάκος Βελόπουλος ετοιμάζονται για μία ακόμη αναμέτρηση στη Βουλή. Αν και οι μεταξύ τους σχέσεις παραμένουν ψυχρές, η κοινή προσήλωση στην πολιτική εκμετάλλευση της τραγωδίας έχει επισκιάσει προσωρινά τις ιδεολογικές και προσωπικές αντιθέσεις. Η Βουλή αναμένεται να μετατραπεί σε αρένα: η Ζωή με το γνωστό θεατράλε ύφος θα θελήσει να αναδειχθεί σε πρόσωπο της ημέρας, ενώ ο Βελόπουλος –κατά τα ειωθότα– θα ανεβάζει τους τόνους με καταγγελίες για «συγκάλυψη και μαγειρέματα», και οι υπόλοιποι θα διαγκωνίζονται για λίγα λεπτά δημοσιότητας.

Με άλλα λόγια, την ερχόμενη εβδομάδα –πιθανότατα– αναμένεται σκληρός πόλεμος Ζωής-Βελόπουλου στη Βουλή για να κερδίσουν τις εντυπώσεις, υπερασπιζόμενοι την «πρόταση της Μαρίας Καρυστιανού». Την οποία πρόταση, μάλιστα, αποδόμησε ο γνωστός συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος, υπογραμμίζοντας ότι «σύμφωνα με την αντίληψη που τείνει να διαδοθεί από μια μερίδα της αντισυστημικής αντιπολίτευσης –σημειωτέον, είτε πρόκειται για τη λαϊκιστική Δεξιά είτε πρόκειται για τη λαϊκιστική Αριστερά, θα έλεγε κανείς ότι τα χαρακτηριστικά είναι κοινά– είναι ότι για οποιαδήποτε ενδεχομένως παράλειψη, αδυναμία του κράτους, όταν υπάρχουν και σχετικές εκθέσεις προς τους υπουργούς, κάντε κάτι κ.τ.λ. ευθύνεται ο πρωθυπουργός για εσχάτη προδοσία, αυτά δεν είναι σοβαρά. Υπονομεύουν την ίδια τη δημοκρατία, έτσι τουλάχιστον όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, η οποία έχει μάθει να ξεχωρίζει την πολιτική από την ποινική ευθύνη».

Σε κάθε περίπτωση, το πραγματικό ερώτημα όμως είναι: αυτή η εκρηκτική μείξη λαϊκισμού και θεσμικής τοξικότητας μπορεί να παραγάγει ουσιαστικό πολιτικό αποτέλεσμα ή απλώς εξυπηρετεί τη συγκυριακή επιβίωση περιθωριακών δυνάμεων;

Η πρωτοβουλία Καρυστιανού έσπασε ήδη ένα πιθανό μπλοκ ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στο Κίνημα Δημοκρατίας, διαλύοντας κάθε προσδοκία για συγκροτημένη αντιπολιτευτική δράση. Το μόνο που απέμεινε είναι οι γνωστοί μύλοι της πολιτικής τοξικότητας να αλέθουν πάλι τις ίδιες λέξεις: «προδοσία», «συγκάλυψη», «σύστημα», «έγκλημα»...