Όλα τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ αναμένεται να φτάσουν φέτος τον μακροπρόθεσμο στόχο των δαπανών για την άμυνα που αντιστοιχεί στο 2% του ΑΕΠ τους, ωστόσο μόνο τρία από αυτά έχουν καταφέρει έως τώρα να υπερβούν τον νέο, αυξημένο στόχο που έθεσαν οι ηγέτες της συμμαχίας τον Ιούνιο, όπως προκύπτει από τα πρόσφατα στοιχεία του ΝΑΤΟ που δημοσιεύθηκαν την Πέμπτη.

Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών σε πολλές χώρες της συμμαχίας έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 και τις συνεχείς εκκλήσεις του τότε προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, προς τους ευρωπαϊκούς συμμάχους να ενισχύσουν τις αμυντικές τους επενδύσεις.

Τα στοιχεία της συμμαχίας δείχνουν ότι μόλις πέρυσι πάνω από 10 από τα 32 μέλη δεν κατάφεραν να φτάσουν το όριο του 2%, που είχε συμφωνηθεί ήδη από το 2014. Για το 2025, όμως, όλα τα κράτη-μέλη επιτυγχάνουν τον στόχο, με επτά εξ αυτών να βρίσκονται ακριβώς στο 2% και αρκετά ακόμη να υπερβαίνουν οριακά το όριο.

Η Πολωνία ξεχωρίζει ως το κράτος-μέλος με τις μεγαλύτερες δαπάνες για την άμυνα σε ποσοστό του ΑΕΠ, με 4,48%, ακολουθούμενη από τη Λιθουανία με 4% και τη Λετονία με 3,73%. Αυτά τα τρία κράτη υπερβαίνουν τον νέο στόχο για δαπάνες 3,5% του ΑΕΠ, που εγκρίθηκε στη σύνοδο κορυφής της Χάγης τον Ιούνιο.

Στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου, οι ηγέτες της συμμαχίας συμφώνησαν να φτάσουν έως το 2035 το 5% του ΑΕΠ σε επενδύσεις που αφορούν την άμυνα και την ασφάλεια, περιλαμβάνοντας έργα όπως η κυβερνοασφάλεια και η αναβάθμιση υποδομών για τη διαχείριση βαρέος στρατιωτικού εξοπλισμού.

Κατά τα εγκαίνια εργοστασίου πυρομαχικών στη Γερμανία την Τετάρτη, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, επαίνεσε τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών, υπογραμμίζοντας όμως ότι η πραγματική ασφάλεια προκύπτει από τις στρατιωτικές δυνατότητες και όχι απλώς από τα ποσά που δαπανώνται. «Τα χρήματα από μόνα τους δεν παρέχουν ασφάλεια», σημείωσε, προσθέτοντας πως «η αποτροπή δεν εξαρτάται από το 5%, αλλά από την ικανότητα να αντιμετωπίζονται πιθανές απειλές».