Λιγότερες από τριάντα μέρες απομένουν πλέον για τις ευρωεκλογές, αλλά ο πολιτικός διάλογος κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου είναι ξεκάθαρο πλέον ότι δεν θα διεξαχθεί με ορθολογικό τρόπο. Αντιθέτως, αποτελεί στρατηγική επιλογή σύσσωμης της αντιπολίτευσης –αν και για διαφορετικούς λόγους για καθένα από τα κόμματά της– να προβάλλουν τις ύβρεις, τις επιθέσεις και την τοξικότητα. Να καταφύγουν σε επιλογές από το παρελθόν που περιλαμβάνουν προσωπικές επιθέσεις με χυδαίο κάποιες φορές τρόπο και λεξιλόγιο που σίγουρα πάντως απέχει πόρρω από τον πολιτικό πολιτισμό μιας ευνομούμενης δημοκρατικής χώρας όπως η Ελλάδα.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Βεβαίως –και δυστυχώς– δεν είναι τούτο κάτι εντελώς ξένο προς εμάς, αφού ο λεγόμενος «πολακισμός» και οι χυδαίες επιθέσεις κατά πάντων που ξεκίνησαν από τον Παύλο Πολάκη και το ύφος που αυτός καθιέρωσε είναι πλέον μια συνήθεια. Είναι ωστόσο μια μάλλον κακή πρακτική που παραπέμπει σε άλλες καταστάσεις όταν υιοθετείται από πολιτικούς αρχηγούς, οι οποίοι υποτίθεται κιόλας ότι κομίζουν το νέο και το σύγχρονο στην πολιτική ζωή του τόπου!
Και αν νομίζει ο Στέφανος Κασσελάκης ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο και με απειλές ότι «θα ξεσκίσει» αυτούς που διαφωνούν με τις απόψεις του θα καταφέρει να κερδίσει ψήφους ή να πετύχει την «ανατροπή» που ευαγγελίζεται, μάλλον πλανάται πλάνην οικτράν. Τουλάχιστον αυτό έδειξε ξεκάθαρα το αποτέλεσμα των διπλών εκλογών της περσινής χρονιάς και το κατάλαβαν με πικρό τρόπο ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ, καθώς ο καταποντισμός των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι και εκείνοι υιοθέτησαν στο φινάλε της προεκλογικής περιόδου τον «πολακισμό» και γι’ αυτό τους αποδοκίμασαν μαζικά οι ψηφοφόροι.
Ποιο fair play;
Κι όμως: την ίδια τακτική ακολουθούν το τελευταίο διάστημα και άλλα κόμματα, τα οποία δεν προέρχονται μόνο από το χώρο της Ακροδεξιάς και για τα οποία ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο θα έμοιαζε μάλλον ως φυσιολογική η επιδίωξή τους να... μπαχαλοποιήσουν την πολιτική ζωή. Στην τακτική των προσωπικών επιθέσεων και του χυδαίου πολιτικού λόγου καταφεύγει και το ΠΑΣΟΚ, καθώς ο Νίκος Ανδρουλάκης και το επιτελείο του προφανώς είναι πιεσμένοι από όσα καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις και την αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να πείσει τους ψηφοφόρους και να ξεφύγει από τα οριακά διψήφια ποσοστά που καταγράφει στην πρόθεση ή την εκτίμηση ψήφου ή τα αρνητικά αποτελέσματα στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ίδιων ερευνών.
Ολα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα μια προεκλογική μάχη για μια αναμέτρηση στην κάλπη που είναι σημαντική και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη να μετατρέπεται σε... διαγωνισμό ατάκας και σχολίων στα social media. Με κύριο χαρακτηριστικό όμως την τοξικότητα και τη χυδαιότητα και όχι, ας πούμε, την ευρηματικότητα και την ευφυΐα ή τη δημιουργικότητα – κάτι που θα έχει, τέλος πάντων, θετικό πρόσημο και θα προάγει το πολιτικό fair play και τον πραγματικό διάλογο στη βάση των θέσεων, των προτάσεων και των ικανοτήτων καθενός (ή καθεμίας).
Οι μυημένοι και οι «παλιοί» στο διαγωνισμό της Eurovision γνωρίζουν άλλωστε πάρα πολύ καλά ότι στο παρελθόν η συζήτηση περί πολιτικών παρεμβάσεων αφορούσε τις χώρες των Βαλκανίων και του μεσογειακού Νότου –συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Κύπρου– και την αλληλοϋποστήριξή τους, σε αντίθεση με τις χώρες π.χ. της Βαλτικής και τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες ή ακόμη και τις χώρες που βρίσκονται στον βορρά υπό γερμανική επιρροή (π.χ. Ολλανδία).
Η φετινή διοργάνωση ωστόσο σημαδεύτηκε από τις αντιδράσεις κατά του Ισραήλ και τα ξεσπάσματα ακόμη και καλλιτεχνών υπέρ των Παλαιστινίων, με αφορμή τις συγκρούσεις Ισραήλ-Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας. Ενώ δηλαδή η συζήτηση όλα τα προηγούμενα χρόνια αφορούσε κατά κάποιο τρόπο στην αποπολιτικοποίηση του διαγωνισμού, η φετινή διοργάνωση της Eurovision κατέληξε σε ένα παραλήρημα ορισμένων ακραίων κατά του Ισραήλ. Η απάντηση ωστόσο ήρθε εντέλει αυθόρμητα από την ψηφοφορία του κοινού, η οποία, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ανέδειξε όχι τυχαία νικητές το Ισραήλ και την Ουκρανία.