Την ανάγκη να χαμηλώσει ο πήχης των πρωτογενών πλεονασμάτων για να δοθούν ανάσες στην οικονομία επεσήμανε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος σε ομιλία του σε εκδήλωση, που οργάνωσε το Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», στο Γιέιλ.
Ο κ. Στουρνάρας εξήγησε πως οι συνθήκες σήμερα στην αγορά αφήνουν περισσότερα περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα του χρέους, και τάχθηκε υπέρ μίας λύσης με οφέλη τόσο για την Ελλάδα όσο και για τους πιστωτές της.
Στην ομιλία του υπό τον τίτλο «Η Ελλάδα στην Ευρώπη: Λόγοι Αισιοδοξίας», ο κ. Στουρνάρας σημείωσε πως η κυβέρνηση σήμερα δανείζεται από τις αγορές με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο από ό,τι προέβλεπε το βασικό σενάριο στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. «Αυτό αφήνει περιθώρια χαλάρωσης των δημοσιονομικών στόχων, χωρίς να διακυβεύεται η βιωσιμότητα του χρέους. Επιπλέον το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης επιτρέπει δημοσιονομική ευελιξία υπό την προϋπόθεση πρόσθετων μεταρρυθμίσεων, που θα ενισχύσουν την ανάπτυξη» είπε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ υπάρχουν «επαρκείς λόγοι» για τη μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, αλλά και «άφθονος χώρος» για μία συμβιβαστική λύση. Αυτή, όπως εξήγησε, θα ήταν να χαμηλώσουν οι στόχοι με αντάλλαγμα την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων. «Το αποτέλεσμα θα είναι μία κατάσταση win-win για την Ελλάδα και τους εταίρους της στην Ε.Ε., δεδομένου ότι η χώρα θα έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει ταχύτερα σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, που θωρακίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους και την αποπληρωμή των δανείων» τόνισε, προσθέτοντας ότι οι κίνδυνοι που συνδέονται με εξωτερικούς παράγοντες επίσης δικαιολογούν τη μείωση του επίσημου στόχου.
Ο κ. Στουρνάρας υπενθύμισε πως η κεντρική τράπεζα προβλέπει ρυθμούς ανάπτυξης 1,9% το 2019 και άνω του 2% το 2020. Αν και το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία ανακάμπτει από μία βαθιά κρίση αντισταθμίζει σε έναν βαθμό την παγκόσμια επιβράδυνση, σοβαρές προκλήσεις, που έχουν να κάνουν με την «κληρονομιά της κρίσης» επιμένουν, προειδοποίησε. Μεταξύ άλλων, το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, ο μεγάλος όγκος των κόκκινων δανείων και η υψηλή μακροπρόθεσμη ανεργία. Ως βαρίδι στις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης λειτουργούν επίσης όπως υπογράμμισε το brain drain (η φυγή καταρτισμένου δυναμικού στο εξωτερικό) και τα χαμηλά επίπεδα επενδύσεων.
Υπό τις συνθήκες αυτές επεσήμανε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να εφαρμόσει τη μεταρρυθμιστική της ατζέντα «το ταχύτερο δυνατό». Κάτι τέτοιο θα ανοίξει το δρόμο για την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στην πιστοληπτική αξιολόγηση και την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Αυτό με τη σειρά του θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του κόστους δανεισμού της χώρας, δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη και βελτιώνοντας τη βιωσιμότητα του χρέους. Σε ένα τέτοιο ευνοϊκό σενάριο, η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να ανεβάσει τους ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από το 3% μέσω αύξησης των επενδύσεων.
ΠΗΓΗ: Ναυτεμπορική