Στη δίνη δικαστικών εκκρεμοτήτων, που ενδέχεται να φθάσουν ώς τον Αρειο Πάγο, έχει εμπλακεί η νομοθετική ρύθμιση της κυβέρνησης για την ποινική μεταχείριση των τραπεζικών στελεχών, με την οποία δόθηκε στα πιστωτικά ιδρύματα η ευθύνη για την κίνηση δικαστικών διαδικασιών στις περιπτώσεις ποινικών παραβάσεων. Ο νόμος της κυβέρνησης που ψηφίστηκε τον περασμένο Νοέμβριο, το πιθανότερο είναι σύντομα να κριθεί από το ανώτατο δικαστήριο ως προς τη συνταγματικότητά του, καθώς ήδη έχουν εκδοθεί αποφάσεις από κατώτερα δικαστήρια που είναι μεταξύ τους διαφορετικές. Αλλες υπέρ της συνταγματικότητας του νόμου και άλλες το αντίθετο.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Τα τελευταία χρόνια εκατοντάδες τραπεζικά στελέχη έχουν βρεθεί με κατηγορίες μετά αυτεπάγγελτες διώξεις για διάφορες τραπεζικές αποφάσεις, δανειοδοτήσεις και λοιπά, οι οποίες στο τέλος είτε δεν προχώρησαν και οι δικογραφίες μπήκαν στο αρχείο είτε άλλες ακόμα δεν έχουν εκκαθαριστεί δικαστικά, λόγω της αργής απόδοσης δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα στα πιστωτικά ιδρύματα να έχει επικρατήσει στασιμότητα ή απραξία, καθώς κανένας δεν ήταν πρόθυμος να βάλει την υπογραφή του σε δανειοδοτήσεις ή στην εκκαθάριση κόκκινων δανείων υπό τον φόβο ποινικών διώξεων.
Με αυτά τα δεδομένα και με την προτροπή των εποπτικών μηχανισμών από ευρωπαϊκής πλευράς του πιστωτικού μας συστήματος, η κυβέρνηση προχώρησε τον περασμένο Νοέμβριο στην ψήφιση του νόμου 4637 του 2019. Με τον νόμο αυτό, πρώτα καταργήθηκε η αυτεπάγγελτη δίωξη από τον εισαγγελέα των ποινικών παραβάσεων στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και πλέον ο εισαγγελέας κινείται ύστερα από μήνυση των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων, που έχουν άμεση γνώση και ίδιο συμφέρον να κυνηγήσουν δικαστικά κάποιον, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο παραβίασε τον νόμο κατά την άσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων.
Αλλωστε, ύστερα από μήνυση κινείται ο εισαγγελέας σε δεκάδες άλλα αδικήματα. Αυτό ήταν το ένα νέο στοιχείο του νόμου. Το άλλο ήταν πως το αδίκημα της απιστίας που βάρυνε –και συνεχίζει να βαρύνει– τραπεζικά στελέχη, όταν δεν κάνουν νόμιμα τη δουλειά τους, από κακούργημα που ήταν πλέον έγινε πλημμέλημα.
Και κάτι επίσης σημαντικό. Ο νόμος του Νοεμβρίου έδωσε στις τράπεζες τη δυνατότητα μέσα σε ένα τετράμηνο, δηλαδή μέχρι τον περασμένο Μάρτιο, να δηλώσουν στις δικαστικές αρχές ποιες υποθέσεις θέλουν να κυνηγήσουν μετά την κατάργηση της αυτεπάγγελτης δίωξης του εισαγγελέα, ώστε να μην οδηγηθούν σε κλείσιμο όλες οι εκκρεμείς υποθέσεις με ποινικά ελεγχόμενους τραπεζικά στελέχη και λοιπούς.
Πράγματι, πολλές τράπεζες, με δεκάδες μηνύσεις για διάφορα θέματα που προέκυψαν από ενδελεχή έλεγχο που έγινε εσωτερικά, προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη ζητώντας τη συνέχιση των διώξεων και των ποινικών διαδικασιών για στελέχη τους, πρώην και νυν. Για πολλές όμως άλλες εκκρεμείς υποθέσεις οι τράπεζες δεν κινήθηκαν με μηνύσεις, σηματοδοτώντας έτσι το κλείσιμο των σχετικών φακέλων στη Δικαιοσύνη και δηλώνοντας ταυτόχρονα τη βούλησή τους να μη συνεχίσει η ποινική διαδικασία εις βάρος στελεχών τους.
Και εδώ άρχισαν οι ποινικές εμπλοκές. Μόλις ξεκίνησε η εφαρμογή του νόμου και πέρασε η προθεσμία για να κινηθούν, αν ήθελαν οι τράπεζες, οι εισαγγελείς που επιλήφθηκαν των σχετικών υποθέσεων ζήτησαν να κλείσουν οι υποθέσεις για τις οποίες οι τράπεζες δεν έδειξαν ενδιαφέρον. Ολες οι εισαγγελικές προτάσεις μέχρι τώρα κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Ομως τα δικαστικά συμβούλια που πήραν τη σκυτάλη να ολοκληρώσουν τη δικαστική αξιολόγηση των υποθέσεων αυτών, διχάστηκαν. Μέχρι τώρα σε δύο περιπτώσεις για δανειοδοτήσεις της Αγροτικής Τράπεζας επί διοικήσεως Μηλιάκου, τα δικαστικά συμβούλια (Συμβούλια Πλημμελειοδικών Αθηνών) έκριναν τον νόμο της κυβέρνησης αντισυνταγματικό, με το επιχείρημα ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας και επιφυλάσσει ευνοϊκή ποινική μεταχείριση για τα τραπεζικά στελέχη σε σχέση με άλλους του ιδιωτικού τομέα που διώκονται για απιστία αλλά παραμένει το κακούργημα.
Σημείωση με ενδιαφέρον: Η απιστία κατά του Δημοσίου παραμένει κακούργημα και τα στελέχη του Δημοσίου και οι υπάλληλοί του αν παρανομήσουν συνεχίζουν να διώκονται σε βαθμό κακουργήματος.
Το ίδιο, υπέρ της αντισυνταγματικότητας του νόμου, έκρινε το δικαστικό συμβούλιο στην υπόθεση της δανειοδότησης των πολιτικών κομμάτων, που είναι ακόμα σε δικαστική εκκρεμότητα.
Ομως ένα άλλο δικαστικό συμβούλιο, σε δύο υποθέσεις δανειοδοτήσεων της Alpha Bank σε εφοπλιστικές εταιρείες, έκρινε πως ο νόμος είναι συνταγματικός και έπαυσε τη δίωξη. Το επιχείρημα των δικαστών, εδώ, είναι πως δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, ότι για το Δημόσιο η απιστία παραμένει κακούργημα, ότι σωστά οι τράπεζες έχουν το βάρος να κυνηγήσουν όσους βλάπτουν τα συμφέροντά τους, όπως και κάθε ιδιωτική εταιρεία, και πως ο νομοθέτης με τον νέο Ποινικό Κώδικα και άλλα αδικήματα όπως απάτες και υπεξαιρέσεις τα μετέτρεψε από κακουργήματα σε πλημμελήματα.
Πέραν όμως των δικαστικών συμβουλίων, και το Εφετείο της Αθήνας, σε δικαστική σύνθεση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, που δικάζει την πολύπαθη από δικαστικής πλευράς, υπόθεση των δανειοδοτήσεων του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, έκρινε επίσης συνταγματικό τον νόμο της κυβέρνησης για τα τραπεζικά στελέχη παύοντας τη δίωξη για το αδίκημα της απιστίας και συνεχίζοντας την εκδίκαση για άλλα αδικήματα, όπως η απάτη.
Μετά ταύτα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πλιώτας αναμένεται να ζητήσει αναίρεση για κάποιες από τις αποφάσεις που έχουν ήδη εκδοθεί, προκειμένου το θέμα να φθάσει στον Αρειο Πάγο και σε δίκη-πιλότο να εκκαθαριστεί, ώστε να υπάρξει αμετάκλητη απόφαση υπέρ της συνταγματικότητας ή μη του νόμου. Οι πληροφορίες της «Κ» αναφέρουν πως σύντομα ο Αρειος Πάγος θα κρίνει τον νόμο για τα τραπεζικά στελέχη για να ξεκαθαρίσει και το τοπίο, όχι μόνον για όσους ήδη βρίσκονται σε δικαστικές εμπλοκές, αλλά και για τυχόν μελλοντικές υποθέσεις με διώξεις τραπεζικών στελεχών.
της Ιωάννας Μάνδρου από την Καθημερινή