Αυτές τις μέρες του νέου μεγάλου «διχασμού» –πώς αλλιώς θα μπορούσε να υπάρξει η φυλή μας;– μεταξύ εκείνων που κόβουν φλέβα ακούγοντας τον Καζαντζίδη κι εκείνων που θέλουν να κόψουν τα αυτιά τους για να μην τον ακούνε, γύρισε η σκέψη μου στον περασμένο αιώνα.
Τότε που σε κάθε γιορτή –με το τραπέζι στρωμένο λιγότερο φανταχτερά και με φαγητά από απλές ύλες κοντινότερων αποστάσεων, από την αυλή, το μποστάνι, το κοτέτσι– κάποιος έδινε το σύνθημα για να βγει το πικάπ από τη θήκη του, οι δίσκοι 45 στροφών ήταν μέσα σε ένα άλμπουμ σαν πλαστικό βιβλίο, έπρεπε να τον πιάσεις χωρίς να κάνεις δαχτυλιές στο βινύλιο, ένα βουρτσάκι με βελούδο μάζευε τον έναν κόκκο χνούδι που μπορεί να κολλούσε στη βελόνα και να αλλοίωνε τη φωνή.
Η φωνή του Στέλιου δεν χωρούσε στα μικρά δωμάτια της εποχής, δεν χωρούσαν και οι καημοί του καιρού εκείνου – όλα τα σπίτια είχαν ξενιτεμένους, μετανάστες, ναυτικούς, εξόριστους, αδικοσκοτωμένους, ερωτοχτυπημένους, με κρυφούς ή φανερούς καημούς, άντρες, γυναίκες και παιδιά με όνειρα να απλώσουν φτερά, να βγουν από τα βάσανά τους.
Η μουσική δεν μας απασχολούσε και πολύ, δεν ξέραμε όσα ξέρουμε σήμερα, ο σκοπός ήταν να μαλακώσει ο πόνος με χορό, βλέμματα γεμάτα υποσχέσεις μέσα στο σύννεφο από τα στριφτά τσιγάρα και τυχαία αγγίγματα αγκώνα με αγκώνα ή γόνατο με γόνατο κάτω από το λινό τραπεζομάντιλο – όλα τα προικιά είχαν λινά που πλένονταν με αλισίβα και λουλάκι.
Είναι καλά που οι εποχές άλλαξαν· αλλάξαμε κι εμείς, ήρθαμε στο σήμερα με τις αποσκευές γεμάτες από κείνο το χθες, με τις χαρές και τις λύπες, τις φωνές και τις ανάσες, τις ιστορίες και τα παραμύθια, τις αδικίες και τις αγωνίες, τα σημάδια στο κορμί και στην ψυχή. Είμαστε τυχεροί που ζήσαμε για να λέμε, να γελάμε ή να κλαίμε, είμαστε ό,τι ακούσαμε, νιώσαμε, αγγίξαμε και μας άγγιξε – υπάρχουμε.