Μπορεί το όνομα Μιθριδάτης σήμερα να μη λέει και πολλά, όσοι όμως πέρασαν τα καλοκαίρια τους στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 και στις αρχές των ‘00s ανακαλύπτοντας την άνθηση της ελληνικής ραπ σκηνής γνωρίζουν πολύ καλά τα Ημισκούμπρια, το συγκρότημα που θεωρείται ο «μπαμπάς» διάφορων σχημάτων που δημιουργήθηκαν από τότε.

Της Μυρτώς Λιαλιούτη

Ο Μιθριδάτης, frontman του συγκροτήματος, ήταν η φωνή πίσω από το πιο γνωστό ρεξίμ της «Ντισκοτέκ», μπλέκοντας το ραπ με τη φωνή της Ελπίδας. Και ήταν εκείνος που προσκαλούσε τους ακροατές να πάνε όλοι σε μια παραλία, μαζί με τη θεία τη Αία. Αυτά τα τραγούδια, βέβαια, αν και πολύ δημοφιλή, δεν ήταν χαρακτηριστικό δείγμα της χιπ-χοπ κουλτούρας. Οι Ημίζ κατηγορήθηκαν ως ρηχοί από τη ραπ κοινότητα, που γεννήθηκε ως μορφή έκφρασης των περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων, συνήθως λατίνων μεταναστών ή Αφροαμερικανών, και καθιερώθηκε στις γειτονιές της Νέας Υόρκης. Για όσους μεγάλωσαν στα γκέτο, το ραπάρισμα ήταν τρόπος ζωής και σιγά σιγά, όσο τα γκέτο έσπαγαν, διαχύθηκε σε όλον τον κόσμο – η ενασχόληση με τη χιπ-χοπ έγινε για πολλούς από τους πιο γνωστούς ράπερ σήμερα το εισιτήριο για την καθιέρωση στη διεθνή mainstream μουσική σκηνή. Καταγγελτικός, αυθάδης στίχος, μπλεγμένος σε ένα ρυθμικό τέμπο που σου κολλάει στο μυαλό: αν ο ράπερ ξέρει να «τα λέει» κιόλας, πράγμα όχι ιδιαίτερα εύκολο, μιλάμε για εγγυημένη συνταγή επιτυχίας. Αυτήν τη λάμψη της κλασικής ραπ, που την εποχή της τραπ του Snik και του MadClip έχει χάσει τη δημοφιλία αλλά όχι τη γοητεία της, επιχείρησε να αναζωπυρώσει ο Μιθριδάτης. Με ένα δωδεκάλεπτο βίντεο και τον χαρακτηριστικό τίτλο «Να μη σ’ τα χρωστάω» (σε περίπτωση που κάποιος δεν έχει καταλάβει ότι ο καλλιτέχνης δεν σηκώνει αστεία) μιλάει στο κοινό του για «συνταγματική έκτροπα χωρίς ντρόπα», μπλέκει τα ελληνοτουρκικά με τα εργασιακά και τα προσφυγικά με την πανδημία, περιγράφοντας τα μέτρα προστασίας από τον κορωνοϊό ως «σπάσε καραντίνα, μισθουλίνι πρόστιμο / με ωμό αυταρχισμό, εκφοβισμό και σαδισμό». Του φταίνε όλα, για όλα. Και αν κάπου έχει δίκιο, αν η οπτική του βγάζει νόημα, καλύπτεται κάτω από τόνους λαϊκισμού και fake news, αναμασώμενα σε διαφορετικά στιχάκια. Το αποτέλεσμα; Σχεδόν 350.000 προβολές μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα και μια τεράστια αναπαραγωγή από τρολ και αντιπολιτευόμενους λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακόμα και η αρνητική διαφήμιση είναι διαφήμιση.

Το πρόβλημα δεν είναι πως ο Μιθριδάτης ξεσκόνισε μπόλικη ναφθαλίνη από τους ώμους του για να κάνει κριτική στην κυβέρνηση ή στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αυτό του το επιβάλλει το μουσικό είδος που υπηρετεί τόσα χρόνια, που παίρνει πάντα νέα ανάσα μέσα από την παρέμβαση, αλλά και η πραγματικότητα. Βγαλμένοι όμως μέσα από τις πιο μαύρες σελίδες της τελευταίας δεκαετίας, από την εποχή που το δίπολο Μνημόνιο – αντιμνημόνιο είχε την τιμητική του, οι νέοι στίχοι του Μιθριδάτη αναιρούν τον ίδιο: προειδοποιεί για την άνοδο των ακροδεξιών στοιχείων σε εποχή κρίσης και λίγους στίχους παρακάτω ταυτίζει τη σημερινή κυβέρνηση με χούντα, διευκολύνοντας παρόμοιους χαρακτηρισμούς εξ αριστερών και εκ δεξιών, που όλοι πλέον ξέρουν πού καταλήγουν. Επιτίθεται στους κυρ Παντελήδες που κοιτούν το προσωπικό τους συμφέρον αντί του συλλογικού, τους ίδιους που την περίοδο των παχιών αγελάδων καλούσε στην πλαζ για μασάζ και χτενίσματα με μαγικές τσατσάρες.

Με αυτό το δωδεκάλεπτο ραπάρισμα ο Μιθριδάτης υπηρετείτο χιπ-χοπ, υπηρετεί και το ρετρό. Οχι όμως το ρετρό μιας μουσικής παράδοσης που έχει το θάρρος να αρθρώσει πολιτική γνώμη, ούτε την old-school αισθητική των βιντεοκλίπ των 90s που άφηναν από μόνα τους στίγμα. Από την αρχή μέχρι το τέλος, το μουσικό αυτό πόνημα επιχειρεί να δώσει σημερινό χαρακτήρα και περιεχόμενο σε μια πολιτική διαμάχη που η Ελλάδα προσπαθεί να αφήσει πίσω της. Αυτή που διαχωρίζει τους πολίτες στους δικούς μας και τους άλλους, απαξιώνοντας συλλήβδην ένα σύστημα που ψάχνει νέους βηματισμούς μετά το στραπάτσο που δέχτηκε στην πανδημία. Να ενεργοποιήσει ξανά την κατσαρόλα «που τώρα έχεις για διακόσμηση». Και έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν το κάνει χωρίς τέτοια πρόθεση, παρά αν έχει απόλυτη συναίσθηση του τι ακριβώς συμβαίνει σ’ αυτά τα δώδεκα λεπτά.

Το έργο αυτό έχει ξαναπαιχτεί πολύ πρόσφατα και γι’ αυτό το ρετρό του Μιθριδάτη δεν κρύβει νοσταλγία, αλλά πληγές που όλο και κάποιος βρίσκει να ξύσει το τελευταίο διάστημα. Στην εποχή του, θα ήταν ένα από τα πολλά τραγούδια χιπ-χοπ που φτιάχτηκαν για να δώσουν φωνή σ’ αυτούς που δεν έχουν. Με αυτό το περιεχόμενο, όμως, δεν θα είχε γραφτεί ποτέ στην εποχή του.


το άρθρο δημοσιεύεται στην εφ. Τα Νέα