Το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εσωτερικών «Τροποποίηση Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, νέο πλαίσιο επιλογής διοικήσεων στον δημόσιο τομέα, ρύθμιση οργανωτικών θεμάτων της Γενικής Γραμματείας Ιθαγένειας και της Γενικής Γραμματείας Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα του Υπουργείου Εσωτερικών, ρυθμίσεις για την αναπτυξιακή προοπτική και την εύρυθμη λειτουργία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης» κατατέθηκε στη Βουλή.
Το νομοσχέδιο, που θα εισαχθεί για συζήτηση και ψήφιση στην Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, συγκροτείται από 8 κεφάλαια και 58 άρθρα.
Στο Α΄Κεφάλαιο του νομοσχεδίου υπάρχουν ρυθμίσεις θεμάτων ιθαγένειας όπου, με τις τροποποιήσεις που επέρχονται στον ισχύοντα Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, μεταρρυθμίζεται το θεσμικό πλαίσιο της απονομής ιθαγένειας, επιφέροντας τον ανασχεδιασμό της διαδικασίας πολιτικογράφησης αλλογενών αλλοδαπών για την αντικειμενική, διαφανή και γρήγορη απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας σε όσους πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις αλλά και για την εξάλειψη των πηγών διαφθοράς και των πελατειακών σχέσεων.
Επίσης οι νέες ρυθμίσεις επιφέρουν την οργανωτική αναδιάρθρωση της Γενικής Γραμματείας Ιθαγένειας για την επιτάχυνση της διαδικασίας και τη μείωση του διοικητικού κόστους και των εισροών στο σύστημα, καθώς και την αύξηση του βαθμού εποπτείας των οργανικών μονάδων.
Στο Β’ Κεφάλαιο, περιλαμβάνονται ρυθμίσεις για την Επιλογή Διοικήσεων στον Δημόσιο Τομέα, όπου, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, θεσπίζεται ένα σύγχρονο πλαίσιο επιλογής των διοικήσεως του δημόσιου τομέα από την Κυβέρνηση, προκειμένου να διασφαλιστεί η ουσιαστική τήρηση των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας, σε εναρμόνιση με τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές. Πρόκειται για μια καίρια συμπλήρωση της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης για το επιτελικό κράτος, όπως αναφέρεται. Η αποσύνδεση της Κυβέρνησης από την Διοίκηση, μέσω της αναγνώρισης καίριων αρμοδιοτήτων στους γενικούς διευθυντές και τους υπηρεσιακούς γραμματείς των υπουργείων συμπληρώνεται με την πρόβλεψη μιας αξιοκρατικής διαδικασίας επιλογής των διοικήσεων των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου.
Στο Γ’ Κεφάλαιο του σχεδίου νόμου, με τίτλο «Ρυθμίσεις ζητημάτων Γενικής Γραμματείας Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιας Διοίκησης αναφορικά με προσωπικό εκτέλεσης αναπτυξιακών προγραμμάτων, κινητικότητα προσωπικού ΔΕΥΑ, έκτακτο προσωπικό ΟΤΑ, διαλειτουργικότητα Μητρώου Ανθρώπινου Δυναμικού Ελληνικού Δημοσίου» υπάρχουν διατάξεις με στόχο την άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση των ζητημάτων της Γενικής Γραμματείας Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιας Διοίκησης του υπουργείου Εσωτερικών, δίνοντας λύσεις σε χρονίζοντα προβλήματα που αφορούν το έκτακτο προσωπικό των ΟΤΑ και τη διαλειτουργικότητα του Μητρώου Ανθρωπίνου Δυναμικού του Ελληνικού Δημοσίου.
Στο Δ’ Κεφάλαιο περιλαμβάνονται διατάξεις όπου ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τα Υπηρεσιακά Συμβούλια Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων του υπουργείου Υγείας, μεταρρυθμίζοντας τη συγκρότηση αυτών προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικότερης και ποιοτικότερης λειτουργίας τους.
Στο Ε’ Κεφάλαιο υπάρχουν ειδικές ρυθμίσεις για το Πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» με στόχο τη διασφάλιση της απρόσκοπτης συνέχισης του προγράμματος με το υφιστάμενο προσωπικό μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών πρόσληψης μόνιμου προσωπικού.
Το ΣΤ’ Κεφάλαιο του νομοσχεδίου περιλαμβάνει διατάξεις για την αναπτυξιακή προοπτική και την εύρυθμη λειτουργία των ΟΤΑ, όπου προστίθεται στο έργο που επιτελούν οι ειδικοί σύμβουλοι και οι ειδικοί επιστημονικοί συνεργάτες των δημάρχων και η σύνταξη (χωρίς πρόσθετη αμοιβή) μελετών και τευχών διαγωνισμών για έργα και υπηρεσίες του δήμου.
Στο Ζ’ Κεφάλαιο περιλαμβάνονται οι «λοιπές διατάξεις» του σχεδίου νόμου, όπου ρυθμίζονται θέματα που αφορούν την απρόσκοπτη και συνεχή λειτουργία της Προεδρίας της Κυβέρνησης και του Εθνικού Τυπογραφείου καθώς και των υπουργείων Οικονομικών, Εθνικής άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Δικαιοσύνης καθώς και της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και του ΕΚΠΑ.
Με εξετάσεις η ιθαγένεια
Επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας, ιστορίας, πολιτεύματος κ.ά., που θα διαπιστώνεται με πανελλαδικές γραπτές εξετάσεις, προβλέπει μεταξύ άλλων το νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών, που τροποποιεί τον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας για τους αλλοδαπούς που επιθυμούν να πολιτογραφηθούν Έλληνες.
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου που κατατέθηκε στη Βουλή, οι εξετάσεις θα πραγματοποιούνται δύο φορές το χρόνο και για την συμμετοχή στον γραπτό διαγωνισμό θα απαιτείται εξέταστρο 250 ευρώ.
Για την πιστοποίηση ο αλλοδαπός οφείλει να ανταποκριθεί επιτυχώς σε εξετάσεις ελληνικής γλώσσας επιπέδου Β1 στην κατανόηση και παραγωγή του προφορικού και γραπτού λόγου, καθώς και σε εξέταση γνώσεων στοιχείων ελληνικής ιστορίας και γεωγραφίας, ελληνικού πολιτισμού και θεσμών του πολιτεύματος της χώρας.
Οι συγκεκριμένες θεματικές ενότητες εξετάζονται μέσω τυχαίας επιλογής από τράπεζα θεμάτων. Η συμμετοχή στις εξετάσεις θεωρείται επιτυχής όταν ο υποψήφιος συγκεντρώσει το 80% της μέγιστης δυνατής βαθμολογίας τόσο κατά την εξέταση της γλώσσας όσο και κατά την εξέταση των λοιπόν ενοτήτων. Οι επιτυχόντες λαμβάνουν από την Γενική Γραμματεία Ιθαγένειας πιστοποιητικό επάρκειας γνώσεων για πολιτογράφηση που θα τους επιτρέψει να υποβάλουν αίτημα πολιτογράφησης.
Από τις εξετάσεις απαλλάσσονται όσοι έχουν φοιτήσει επιτυχώς σε λύκειο της χώρας που ακολουθεί το υποχρεωτικό ελληνικό πρόγραμμα εκπαίδευσης ή έχουν αποφοιτήσει από ελληνικό ΑΕΙ ή έχουν αποκτήσει μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο σπουδών από ελληνικό ΑΕΙ.
Για κατάθεση αιτήματος πολιτογράφησης απαιτείται παράβολο 550 ευρώ ενώ για την έγκρισή του ο αλλοδαπός θα περνά από συνέντευξη η οποία θα πραγματοποιείται από δύο υπαλλήλους κατηγορίας Π.Ε. της γενικής γραμματείας Ιθαγένειας με τουλάχιστον πενταετή εμπειρία ως εισηγητές. Ο αλλοδαπός, εφόσον το αίτημά του απορριφθεί, έχει δικαίωμα προσφυγής στο αρμόδιο διοικητικό εφετείο. Το λευκό ποινικό μητρώο αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την πολιτογράφηση.
Παράλληλα, ο αιτών αλλοδαπός θα πρέπει να διαθέτει ελάχιστο δηλωθέν εισόδημα, το ύψος του οποίου καθορίζεται με απόφαση του γενικού γραμματέα Ιθαγένειας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από το ετήσιο σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του ανειδίκευτου εργάτη.