Ο Χρήστος Σπίρτζης εμφανίζεται στη δίκη των υποκλοπών με έναν λόγο που επιχειρεί να φορτώσει ευθύνες σε άλλους, ενώ η ίδια η κατάθεσή του εκθέτει πλήρως την ασυνέπεια του. Κατηγορεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι υπήρχε «ενιαίο κέντρο παρακολουθήσεων», όμως η δική του θέση στην πολιτική ζωή και οι προσωπικές του εμπλοκές καθιστούν δύσκολο να παρουσιαστεί ως αμερόληπτος μάρτυρας. Η σφοδρή του γλώσσα δεν αντισταθμίζει την έλλειψη τεκμηρίωσης για τις προσωπικές του εκτιμήσεις.

Ο πρώην υπουργός δηλώνει ότι το Predator «χρησιμοποιήθηκε για τον έλεγχο της πολιτικής, οικονομικής και δημοσιογραφικής ζωής της χώρας». Παρουσιάζει τις παρακολουθήσεις ως οργανωμένο σχέδιο κυβερνητικού ελέγχου, αλλά η ίδια η κατάθεση αποκαλύπτει ότι η γνώση του για τις λεπτομέρειες περιορίζεται σε προσωπικά «μολυσμένα» μηνύματα και υποθέσεις γύρω από αυτά. Η ακραία διατύπωση για «καθεστώς» φανερώνει περισσότερο πολιτική φόρτιση παρά τεκμηριωμένη αναφορά γεγονότων.

Στη συνέχεια, ο Σπίρτζης επιτίθεται στην απουσία άλλων πολιτικών από τη δίκη, μιλώντας για «ντροπή για το πολιτικό σύστημα». Η καταγγελία του, όμως, λειτουργεί ως αυτοαναιρούμενη υπερβολή: η έντονη προσωπική του εμπλοκή και η εκ των προτέρων θέση του ως μάρτυρα υπέρ της κατηγορίας υποβαθμίζει την αξιοπιστία του σχολίου για το σύνολο του πολιτικού κόσμου. Η προσπάθεια να καταδείξει συλλογική αδιαφορία θυμίζει περισσότερο ρητορική επίθεση παρά ουσιαστική κριτική.

Τέλος, η έμφαση του Σπίρτζη στην «απαράδεκτη» έγκριση εξαγωγικών αδειών λογισμικού δείχνει επιλογή να εστιάσει στο εντυπωσιακό και όχι στο επαρκώς τεκμηριωμένο. Ο λόγος του παραμένει κατηγορηματικός και φλογερός, αλλά η πολιτική του ταυτότητα και η συναισθηματική φόρτιση καθιστούν την κατάθεση λιγότερο αντικειμενική και περισσότερο αυτοπροβολή. Ο Σπίρτζης αποδομείται από τον ίδιο του τον λόγο, που μοιάζει να υπερβαίνει τα δεδομένα και να φτιάχνει εικόνα σκευωρίας αντί για τεκμηριωμένη αλήθεια.