Συναντήθηκαν στην Θεσσαλονίκη σε καιρούς ταραγμένους. Ένας 35χρονος ανακριτής και ένας 40χρονος δημοσιογράφος. Ερευνούσαν και μάχονταν για να φέρουν σε πέρας μια πολύ δύσκολη αποστολή, ο καθένας από το δικό του μετερίζι: Την δολοφονία του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη και τον εντοπισμό των ενόχων.

Ο ανακριτής (Χρήστος Σαρτζετάκης) καθόταν στο γραφείο του. Ο δημοσιογράφος (Γιάννης Βούλτεψης) προσπαθούσε να πλησιάσει. Κυριολεκτικά προσπαθούσε. Το παπούτσι του σφήνωνε κάθε τόσο στα τρύπια σανίδια και έπρεπε να κάνει ελιγμούς για να μην πέφτουν στο κεφάλι του οι σοβάδες από το ταβάνι. Πλησιάζοντας τελικά, ο δημοσιογράφος παρατήρησε πως ο ανακριτής είχε βάλει έναν τάκο στο ποδάρι του τραπεζιού του για να μην κουνιέται…

Εκείνους τους μήνες που ακολούθησαν την δολοφονία Λαμπράκη (22 Μαΐου 1963), η ανεξάρτητη ελληνική δημοσιογραφία και η ανεξάρτητη ελληνική Δικαιοσύνη τίμησαν το όνομα και την αποστολή τους.

Αλλά, δυστυχώς, αυτός ο δικαστικός και δημοσιογραφικός αγώνας δεν απέτρεψε την επιβολή της δικτατορίας, στην οποία άλλωστε αποσκοπούσαν και οι δολοφόνοι του Λαμπράκη, στοχεύοντας στη Δημοκρατία και στον κοινοβουλευτισμό.

Αργότερα, μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, οι τρεις δημοσιογράφοι που ερεύνησαν την υπόθεση (Γιάννης Βούλτεψης, Γιώργος Μπέρτσος και Γιώργος Ρωμαίος) συμφώνησαν πως το τρίκυκλο ήταν της χούντας.

Απόδειξη ότι μόλις επιβλήθηκε η δικτατορία, ο ανακριτής της υπόθεσης Χρήστος Σαρτζετάκης, που δεν δίστασε να διατάξει προφυλακίσεις, και οι δημοσιογράφοι που έφεραν στο φως συγκλονιστικά στοιχεία (εντοπίζοντας οι ίδιοι τους μάρτυρες και τους παρακρατικούς και οδηγώντας τους στον ανακριτή), διώχθηκαν, φυλακίστηκαν και εκπατρίστηκαν.

Αντίθετα, όλοι οι άλλοι πρωταγωνιστές του δράματος, αφού τους επιβλήθηκαν ποινές χάδια – για «φως εξηντλημένης ηλεκτρικής στήλης» είχε μιλήσει ο εισαγγελέας Δελαπόρτας σχολιάζοντας την δικαστική απόφαση – βρέθηκαν σε καίριες θέσεις, έγιναν υπουργοί, προήχθησαν τιμητικώς (και… αναδρομικώς), όλοι σε υψηλότατα αξιώματα. Μάλιστα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κ. Κόλλιας έγινε και ο πρώτος πρωθυπουργός της χούντας.

Δημοσιογράφοι και ανακριτής μοιράστηκαν πολλές ξεχωριστές στιγμές. Κι’ όταν η χούντα έπεσε, αντάλλαξαν πληροφορίες που τους έλυσαν πολλές απορίες.

Επιτελώ το καθήκον μου…

Είχαν, για παράδειγμα, καταλάβει οι δημοσιογράφοι πως ο Σαρτζετάκης δεχόταν πιέσεις για να περατώσει γρήγορα την έρευνα. Αλλά δεν γνώριζαν τι είχε διαμειφθεί στο τηλεφώνημα Κόλλια – Σαρτζετάκη την 31η Ιουλίου 1963. Αργότερα έγινε γνωστός και δημοσιεύθηκε ο διάλογος:

-Πότε θα περατώσετε την ανάκρισιν, κύριε Σαρτζετάκη;

-Προβλέπω περάτωσιν εντός του μηνός Αυγούστου.

-Με εξηπατήσατε! Μου είχατε υποσχεθεί ότι η υπόθεσις θα επερατούτο εντός του Ιουνίου!

-Κύριε Εισαγγελεύ, η συγκέντρωσις του ανακριτικού υλικού επιτυγχάνεται μικρόν κατά μικρόν. Εργάζομαι νυχθημερόν δια την υπόθεσιν.

-Απαράδεκτον! Επιτέλους πού θέλετε να καταλήξετε; Με τι ασχολείσθε; Δεν αντιλαμβάνεσθε ότι με το να εξετάζετε συνεχώς μάρτυρας υπάρχει ο κίνδυνος να παραπλανηθείτε και ότι με τον τρόπον αυτόν εκτίθεται η Δικαιοσύνη και διασύρεται το έργον της; Προεφυλακίσατε έναν υπομοίραρχον (σ.σ. Καπελώνης). Δεν είχαμε συμφωνήσει να προφυλακίζετε αξιωματικούς μόνον όταν είναι βεβαία η καταδίκη των;

-Δια την έκδοσιν εντάλματος προφυλακίσεως αρκούν σοβαραί υπόνοιαι ενοχής του κατηγορουμένου. Η καταδίκη του ουδέποτε είναι δυνατόν να προεξοφληθεί.

Το μάθημα από τον νεαρό ανακριτή ήταν βαρύ για τον έμπειρο δικαστικό. Οπότε προσπάθησε να βάλει τέλος στην επικοινωνία:

-Δεν μπορώ να πω περισσότερα από τηλεφώνου. Δεν αντιλαμβάνεσθε, όμως, ότι δια των ενεργειών σας πλήττετε τον πολιτειακόν Οργανισμόν;

-Επιτελώ το καθήκον μου, ήταν η απάντηση του ανακριτή. Αυτή την φράση χρησιμοποιούσε συνεχώς εκείνη την εποχή και αυτός ήταν και ο τίτλος του βιβλίου του, μισό αιώνα αργότερα: «Επιτελών το καθήκον μου».

Γεμάτος οργή ο Κόλλιας έκλεισε την συζήτηση:

-Έχω απελπισθεί. Κάμετε όσες ενέργειες θέλετε! Και περατώσατε την υπόθεσιν όποτε θέλετε! Δεν με ενδιαφέρει πλέον!

Το φρούριον είναι περιχαρακωμένον!

Είχε τότε γίνει γνωστό πως ο Σαρτζετάκης είχε αντιταχθεί στις πιέσεις για ταχύτερη περαίωση της υπόθεσης. Είχαν μάλιστα δημοσιευθεί πληροφορίες ότι η ανάκριση ενδέχεται να αφαιρεθεί από τον Σαρτζετάκη και να ανατεθεί σε Εφέτη.

Έτσι, μια από εκείνες τις μέρες, οι δημοσιογράφοι περίμεναν τον ανακριτή να βγει από το γραφείο του. Τον μπλοκάρουν και του φωνάζουν, αν και γνωρίζουν ότι δεν εννοούσε να προβαίνει σε δηλώσεις.

-Δημοσιεύεται ότι θα σας αφαιρεθεί η δικογραφία και θα δοθεί σε άλλον!

Ο ανακριτής υψώνει τον δείκτη και λέει:

-Δεν υπάρχει δικαστής ευεπίφορος εις τοιαύτας εισηγήσεις! Η δικογραφία και αν ακόμη ήθελε ζητηθεί, δεν θα δοθεί.

-Ναι αλλά… ψιθυρίζονται διάφορα πράγματα

Και ο Σαρτζετάκης:

Τίποτε, τίποτε! Το φρούριον είναι περιχαρακωμένον!

Για την… περιχαράκωση είχαν φροντίσει και οι δύο πλευρές.

Σε μια περίπτωση, οι δημοσιογράφοι έφθασαν με ταξί στο σπίτι του παρακρατικού Προκόπη Πορφυριάδη στον Ασβεστοχώρι. Τον… ανέκριναν και σχεδόν τον… συνέλαβαν!

-«Λοιπόν Προκόπη», του είπαν στο τέλος της «ανάκρισης», «αυτά που μας είπες θα πας να τα πεις στον ανακριτή;»

-Θα πάωω, είπε τρεμουλιαστά εκείνος.

-Πότε θα πας;

Μιλιά.

-Έχουμε εδώ αυτοκίνητο. Θέλεις να πάμε μαζί στη Θεσσαλονίκη;

Σηκώθηκε:

-Πάμε!

Μπήκαν στο αυτοκίνητο, τον έβαλαν ανάμεσά τους και τον συνόδεψαν ως την πόρτα του ανακριτικού γραφείου! Την επομένη, 8 Ιουνίου, ο Σαρτζετάκης εξέταζε τον Πορφυριάδη…

Σε μια άλλη περίπτωση, οι δημοσιογράφοι ανακάλυψαν πως το αυτοκίνητο που μετέφερε τον Λαμπράκη στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών το οδηγούσε… χωροφύλακας. Την επομένη, 13 Ιουνίου, ο νέος υποδιευθυντής της Αστυνομίας αντισυνταγματάρχης Ευθυμίου και ο διοικητής της Γενικής Ασφάλειας ταγματάρχης Σταθουλόπουλος είχαν κιόλας κληθεί μπροστά στον ανακριτή και έδωσαν το όνομα του χωροφύλακα που οδηγούσε το αυτοκίνητο. Ανήκε στη δύναμη του Γ’ Αστυνομικού Τμήματος, αποσπασμένος στο υπουργείο Βορείου Ελλάδος. Αμέσως, ο ανακριτής κάλεσε τον χωροφύλακα και του πήρε κατάθεση.

«Μα από την μπαλκονόπορτα;»

Το πρωί του Σαββάτου, 20 Ιουλίου 1963, ο Σαρτζετάκης είχε καλέσει τον Γιάννη Βούλτεψη για να δώσει κατάθεση για την υπόθεση του ενοικιαστή αυτοκινήτων Λειβαδιώτη, την οποία είχε αποκαλύψει. Ο ανακριτής δεν ήταν εκεί, του είπαν να έλθει αργότερα, πήγε, αλλά η ώρα περνούσε, του είπαν να φύγει και να επανέλθει. Ο δημοσιογράφος περίμενε και ξαφνικά έκπληκτος είδε να εξέρχεται από το γραφείο του ανακριτή ο εισαγγελέας Εφετών Μανδραπήλιας, που όπως αποκαλύφθηκε είχε μπει από την… μπαλκονόπορτα. Η κατάθεσή του αναβλήθηκε.

«Μα από την μπαλκονόπορτα;», ρώτησαν οι δημοσιογράφοι τον ανακριτή.

«Από πού θέλατε να μπει;», απάντησε με νόημα εκείνος.

Είχαν καταλάβει. Και είχαν ανησυχήσει. Κακώς. Αργά το βράδυ, γινόταν γνωστό πως ο στρατηγός Μήτσου, γενικός επιθεωρητής Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος είχε απομακρυνθεί και ήταν έτοιμος να απαντήσει στις ερωτήσεις του ανακριτή…

Έτσι σχηματίστηκε η δικογραφία – μαμούθ που ο Χρήστος Σαρτζετάκης κουβαλούσε πάντα μαζί του. Μέσα σε μια παραφουσκωμένη τσάντα. Έχοντας πάντα δίπλα του έναν μεγαλόσωμο Κρητικό χωροφύλακα που τον ακολουθούσε παντού.

Και υπέγραφε συνεχώς εντάλματα σύλληψης, αποφασισμένος να φτάσει όσο πιο ψηλά γινόταν στην εγκληματική ιεραρχία. Στις 16 Ιουλίου 1963 συνελήφθησαν ο υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης και ο αρχηγός των παρακρατικών Ξενοφών («Φον») Γιοσμάς.

Δεν τον πίεζαν μόνο κάποιοι από τους προϊσταμένους του τον Χρήστο Σαρτζετάκη.

«Πάρε μολύβι και χαρτί»!

Στις 29 Μαΐου, επομένη της κηδείας του Γρηγόρη Λαμπράκη, ο αρχηγός της Χωροφυλακής Βαρδουλάκης τηλεφωνεί στον ανακριτή.

«Πάρε μολύβι και χαρτί», λέει επιτακτικά στον Σαρτζετάκη, επιχειρώντας να του υπαγορεύσει έναν κατάλογο μαρτύρων, αξιωματικών και οπλιτών της χωροφυλακής. Ο Σαρτζετάκης του απαντά:

«Αυτή καθ’ εαυτήν η υπόδειξις, απευθυνόμενη προς ανακριτήν, είναι απαράδεκτος. Και ο επιτακτικός τρόπος με τον οποίον γίνεται, είναι ανεπίτρεπτος».

Θυμάται τότε ο Βαρδουλάκης να πει κάτι περί του γοήτρου της χωροφυλακής:

«Πώς λησμονείτε ότι είσθε υιός ανώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ο οποίος έχει συνυπηρετήσει μαζί μου και με τον οποίο είμεθα συμπατριώτες;»

Αλλά ο ανακριτής δεν βλέπει για ποιο λόγο θίγεται το γόητρο του Σώματος της Χωροφυλακής από τις ανακρίσεις για μια δολοφονία, όποιοι κι’ αν είναι οι ένοχοι.

Και αμέσως μεταβαίνει στο γραφείο του εισαγγελέως Εφετών Μανδραπήλια για να του αναφέρει το περιστατικό.

«Είναι κρίμα που δεν μάθαμε ποιους μάρτυρες πρότεινε ο αρχηγός της Χωροφυλακής στον Σαρτζετάκη», θα γράψει αργότερα ο Βούλτεψης.

Αλλά ο Βαρδουλάκης δεν είχε προλάβει να εκφωνήσει τα ονόματα…

Υ.Γ. Επειδή τις τελευταίες ημέρες – και όχι μόνον – διάφοροι που παριστάνουν τους προοδευτικούς και τους σούπερ δημοκράτες λένε διάφορα εκ του ασφαλούς περί χούντας και εκτροπών, να τους θυμίσουμε πως στην κηδεία του Λαμπράκη το παρών είχε δώσει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ενώ ο Γιάννης Βούλτεψης βρέθηκε στο πλευρό του, υπηρετώντας για μια δεκαετία ως διευθυντής του Γραφείου Τύπου της Νέας Δημοκρατίας. Το 1989, κατά τις γνωστές περιπέτειες και παρά τα όσα είχαν προηγηθεί όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου αθέτησε την δέσμευσή του να διατηρηθεί στο αξίωμα του Προέδρου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, είχαν όλοι συμφωνήσει πως ο Σαρτζετάκης έπαιξε άψογα τον διαιτητικό του ρόλο. Ο Καραμανλής επανήλθε στο προεδρικό μέγαρο το 1990. Χάρη σε όλους τους, η Δημοκρατία συνέχισε την ζωογόνο πορεία της. Και όλοι αυτοί δεν ήταν άνθρωποι που θα υποχωρούσαν από τις αρχές τους…


Η Σοφία Βούλτεψη είναι Βουλευτής Β3 Νοτίου Τομέα Αθηνών, υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, δημοσιογράφος