Λεπτομέρειες για το περιεχόμενο της κυβερνητικής νομοθετικής πρωτοβουλίας για τις παρακολουθήσεις που θα έλθει τις επόμενες ημέρες στη Βουλή έδωσε ο υπουργός Επικρατείας, ‘Ακης Σκέρτσος, σε συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό “Real FM”, δίνοντας, ταυτοχρόνως, απάντηση σε όσα δήλωσε χθες βράδυ ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας, στη συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό “Star”.

Απαντώντας στο ερώτημα εάν μπορεί η κυβέρνηση να διαβεβαιώσει ότι δεν υπάρχει υπουργός της κυβέρνησης στη λίστα των «33» που να παρακολουθείτο με νόμιμη επισύνδεση από την ΕΥΠ, όπως ζήτησε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο υπουργός Επικρατείας σημείωσε: «Θέλω να αντιστρέψω το ερώτημα και να μας πει ο κ. Τσίπρας από πού έχει στοιχεία για αυτές τις νόμιμες, κατ’ αυτόν, παρακολουθήσεις. Αυτά είναι στοιχεία που δεν υπάρχουν στη διάθεση κανενός πολιτικού προσώπου. Ο κ. Τσίπρας πρέπει να μας απαντήσει γιατί φέρεται να έχει γνώση αυτών των δεδομένων. Αυτά είναι παράνομα στοιχεία, τα οποία εάν υπάρχουν στα χέρια του κ. Τσίπρα, πρέπει να αποδείξει πώς τα βρήκε και γιατί βρίσκονται στα χέρια του».

Και συνέχισε λέγοντας πως «μας είπε και κάποια επιπλέον πράγματα χθες ο κ. Τσίπρας που πρέπει να τα αναδείξουμε. Παραδέχθηκε ότι υπήρχε αντίστοιχο παράνομο λογισμικό στη χώρα και σε λειτουργία, σε χρήση, το 2018, επί της δικής του διακυβέρνησης, επί της δικής του θητείας. Τι έκανε για αυτό; […] δεν το απέκλεισε, άρα μπορεί να υπήρχε. Πρέπει να μας πει τι έκανε ως κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τα παράνομα λογισμικά και τις παράνομες παρακολουθήσεις σε εκείνη τη φάση. Αντίστοιχα πρέπει να μας πει γιατί, λίγες μόλις ημέρες πριν τη διενέργεια των εκλογών του Ιουλίου του 2019, άλλαξε τον Ποινικό Κώδικα και έκανε μια πολύ ηπιότερη πλέον, ποινική μεταχείριση τόσο για τις παράνομες παρακολουθήσεις όσο και για την εμπορία και χρήση αυτών των παράνομων λογισμικών. Εδώ πρέπει να μπουν τα πράγματα στη θέση τους και από κατήγορος, η αντιπολίτευση, μπορεί να γίνει και κατηγορούμενος».

Ερωτηθείς, αμέσως μετά, εάν το νέο θεσμικό πλαίσιο θα προβλέπει τη δυνατότητα του παρακολουθούμενου να ενημερώνεται μετά από σύμφωνη γνώμη της δικαιοσύνης, ο κ.Σκέρτος απάντησε πως «είναι υπό συζήτηση, την επόμενη εβδομάδα θα έρθουν οι διατάξεις αυτές σε δημόσια διαβούλευση. Εμείς έχουμε επιλέξει να κινηθούμε με απόλυτη υπευθυνότητα και θεσμικότητα σε αυτό το μείζον θέμα που έχει εγερθεί από τον Αύγουστο».

Μπαίνοντας, μάλιστα, στην ουσία της κυβερνητικής πρωτοβουλίας, προανήγγειλε ότι «το νομοσχέδιο θα περιλαμβάνει τέσσερις ενότητες παρεμβάσεων, δηλαδή ρυθμίσεις που θα ενισχύουν και θα θωρακίζουν τη νόμιμη άρση απορρήτου, τις νόμιμες παρακολουθήσεις, με ειδικότερες δικλείδες ασφαλείας για τα πολιτικά πρόσωπα ώστε να μην έχουμε επανάληψη των φαινομένων που είχαμε με την περίπτωση του κ. Ανδρουλάκη. Θα έχουμε διατάξεις για την περαιτέρω καταστροφή του υλικού, διατάξεις για την αναδιάρθρωση της ΕΥΠ, διατάξεις για τη ρητή διάταξη για την απαγόρευση χρήσης και εμπορίας όλων αυτών των λογισμικών που κυκλοφορούν στην αγορά. Θα υπάρξει ενίσχυση της κυβερνοασφάλειας με ειδικότερες επιτροπές, υποδομές και μηχανισμούς, που θα θωρακίσουν τη χώρα μας, επίσης παρεμβάσεις για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο της εφαρμογής της Κοινοτικής νομοθεσίας».

Θα είναι, εν κατακλείδι, ένα «ολοκληρωμένο, δηλαδή, πλαίσιο θεσμικών παρεμβάσεων που θα θέσει στη σωστή βάση ένα θέμα που απασχολεί όχι μόνο την Ελλάδα αλλά συνολικά όλη την Ευρώπη και όλο τον κόσμο. Δεν υπάρχουν ασφαλείς επικοινωνίες. Δυστυχώς η τεχνολογία τρέχει πολύ πιο γρήγορα από αυτό που μπορούν να προλάβουν τα κράτη, με τη νομοθεσία και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Εμείς μέσα από τη σημαντική αυτή αστοχία που μας πλήγωσε όλους ως προς τα δημοκρατικά αισθήματα και την εμπιστοσύνη που θέλουμε να έχουμε στους θεσμούς, αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες πρώτοι στην Ευρώπη, που θα δημιουργήσουν ένα νέο, σημαντικά πιο θωρακισμένο πλαίσιο ασφάλειας για τις επικοινωνίες», υπογράμμισε επίσης και πρόσθεσε:

«Έχουμε ήδη συζητήσει εκτενώς τα θέματα στην Βουλή και μπορούμε να ξαναπάμε, εφ’ όσον το κρίνει αυτό η αρμόδια επιτροπή. Υπάρχει η δικαστική διερεύνηση, πρέπει να αφήσουμε τη δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της, όπως πρέπει και μόνο η δικαιοσύνη μπορεί να ρίξει άπλετο φως στην ιστορία αυτή».

Κατά τον υπουργό Επικρατείας, «τα στοιχεία που συζητιούνται τις τελευταίες ημέρες δεν εισφέρουν κανένα απολύτως νέο δεδομένο σε αυτήν την υπόθεση. Αντιθέτως προκαλούν όντως μια πολιτική πόλωση, μια εικόνα τρομερά ενοχλητική και πολύ αποκρουστική για τον πολίτη αυτής της χώρας. Με ένα πολιτικό σύστημα που με ευθύνη της αντιπολίτευσης αυτή τη στιγμή ρίχνεται στο βούρκο με φήμες, ιστορίες και παραμύθια για δήθεν αποσπάσματα, βιντεοσκοπήσεις, ηχογραφήσεις τα οποία κυκλοφορούν από εδώ κι εκεί, σε χέρια ανθρώπων που είναι αναρμόδιοι. Είναι μια δυσώδης υπόθεση στην οποία πρέπει να μπει ένα τέρμα, μια τελεία. Όποιος έχει στοιχεία και τεκμήρια να πάει στη δικαιοσύνη για να καθαρίσει όλη αυτή η υπόθεση».

Από εκεί και πέρα, «η χώρα, η κοινωνία έχει απαιτήσεις από το πολιτικό σύστημα να ασχοληθεί με τα πραγματικά προβλήματα, όπως αυτό που γίνεται στην οικονομία, στην καταπολέμηση της ακρίβειας, την ενεργειακή ακρίβεια, τις θέσεις εργασίας, την προσέλκυση επενδύσεων, με αυτό που παρουσιάσαμε σήμερα, από τον πρωθυπουργό και τον αρμόδιο υπουργό, τον κ. Χατζηδάκη. Η εξάλειψη του εκκρεμούς στοκ των συντάξεων που μας ταλαιπωρούσαν τα τελευταία 5-6 χρόνια. Οι συντάξεις αποδίδονται σε δύο μήνες», επεσήμανε.

Παραμένοντας στον τομέα της οικονομίας, είπε, «στη χώρα μας έχει ξεκινήσει η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και αυτό οφείλεται στις κυβερνητικές πολιτικές […] είναι περίπου δύο μονάδες κάτω από την Ευρωζώνη, υπάρχει μια πολιτική που αποδίδει. Φυσικά πιέζονται τα εισοδήματα, το κατανοούμε και κάνουμε ό,τι καλύτερο περνά από το χέρι μας. Το “καλάθι του νοικοκυριού” αρχίζει και φέρνει αποτελέσματα», όπως εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των σούπερ μάρκετ, ενδυναμώνει τους καταναλωτές, χαμηλώνει τις τιμές.

Κλείνοντας με το θέμα των εξορύξεων σε συνδυασμό με την τουρκική αντίδραση, ο υπουργός Επικρατείας υπογράμμισε: «Ό,τι κάνουμε το κάνουμε εντός του πλαισίου του Διεθνούς Δικαίου και με άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας […] η Ελλάδα σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία της ενεργειακής αβεβαιότητας οφείλει να προστατεύσει την ενεργειακή της αυτονομία». Κάτι που, όπως εξήγησε, γίνεται με δύο τρόπους: Την επιτάχυνση των επενδύσεων για τις ΑΠΕ και, εφόσον υπάρχουν βάσιμες έρευνες και ενδείξεις, με την εκμετάλλευση κοιτασμάτων φυσικού αερίου, κάτι που «μπορεί να τροφοδοτήσει τις εγχώριες ανάγκες. Και μαζί με τις ΑΠΕ να γίνει η Ελλάδα μια χώρα – εξαγωγέας προς τις άλλες χώρες».