Με αφορμή άρθρο του, αναλόγου περιεχομένου, που δημοσιεύεται στη σημερινή έκδοση της εφημερίδας «Η Καθημερινή», ο υπουργός Επικρατείας, Άκης Σκέρτσος, σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υπογραμμίζει ως ένα από τα κεντρικά πολιτικά και οικονομικά διλήμματα, στα οποία «θα κληθούμε να απαντήσουμε συλλογικά ως κοινωνία το 2023, είναι ποιος μπορεί να εγγυηθεί την επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα μετά από 13 ολόκληρα χρόνια».
Και, εδώ, «οι επιλογές που υπάρχουν πάνω στο τραπέζι είναι πολύ συγκεκριμένες. Από τη μια πλευρά υπάρχουν αυτοί που -με τα λόγια των άλλων- κατάφεραν μέσα σε πρωτοφανείς διεθνείς οικονομικές τρικυμίες να αποτελούμε σήμερα την θετική έκπληξη της Ευρωζώνης βγαίνοντας μετ΄ επαίνων από την μεταμνημονιακή επιτήρηση».
«Και από την άλλη πλευρά, υπάρχουν εκείνοι που την περίοδο 2015-2019 και ενώ η διεθνής και ευρωπαϊκή οικονομία βρισκόταν σε θετικό ανοδικό οικονομικό κύκλο χαμηλών επιτοκίων και φθηνού χρήματος, “κρατούσαν ομπρέλα” υπερφορολογώντας επιχειρήσεις και εισοδήματα, καταγράφοντας υποτριπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης από την υπόλοιπη Ευρώπη και διευρύνοντας την απόσταση που χωρίζει το εισόδημα των Ελλήνων από αυτό των Ευρωπαίων», αναφέρει στην ανάρτησή του ο υπουργός Επικρατείας.
Ενώ, στο άρθρο του στην «Καθημερινή», παίρνοντας αφορμή από τις προγραμματικές δηλώσεις τον Ιούλιο του 2109, τότε που «ο πρωθυπουργός είχε ορίσει ως κεντρικό κυβερνητικό στόχο “να κάνουμε την Ελλάδα την ευχάριστη έκπληξη της Ευρωζώνης”», σημειώνει: «Και όμως, όχι μόνο αντέξαμε, αλλά 3,5 χρόνια μετά όντως αποτελούμε την έκπληξη της Ευρωζώνης βγαίνοντας μετ΄ επαίνων από τη μεταμνημονιακή επιτήρηση. “Σταθήκαμε στα πόδια μας με τις δικές μας δυνάμεις” (πρόεδρος Eurogroup), φτάσαμε να θεωρουμαστε “ένα από τα εφτά οικονομικά θαύματα ενός ανήσυχου κόσμου” (FT) και η πιο επιτυχημένη χώρα για το 2022 μεταξύ 34 ως προς τη μεγέθυνση του ΑΕΠ, τη μείωση του δημόσιου χρέους, την ανάσχεση του πληθωρισμού και την άνοδο του του χρηματιστηρίου (Economist)».
Όμως, διερωτάται, «πώς πετύχαμε κατά τη διάρκεια μιας παγκόσμιας αναστάτωσης που έθεσε σε δοκιμασία οικονομίες ισχυρότερες από την ελληνική, να ξεπεράσουμε όλες τις προσδοκίες στους ρυθμούς ανάπτυξης, μείωσης της ανεργίας και του χρέους, αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών, ψηφιοποίησης του κράτους, βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος, ενεργειακής ασφάλειας με στροφή στις ΑΠΕ; Και ταυτόχρονα να απλώσουμε δίχτυ προστασίας της κοινωνίας από τις συνέπειες των επάλληλων κρίσεων;».
Και απαντά: «Κάνοντας αυτό για το οποίο δεσμευτήκαμε. Αλλάζοντας δηλαδή το μείγμα της οικονομικής πολιτικής και το μοντέλο διακυβέρνησης. Με τολμηρές μεταρρυθμίσεις αλλά και με συνετές σταθμίσεις. Με δημοσιονομική συνέπεια και αξιοπιστία. Με μέριμνα για όλους, ιδίως τους πιο ευάλωτους, κατανοώντας την αγωνία και την αβεβαιότητα του κόσμου από τις εξωγενείς κρίσεις».
Επικαλούμενος, εξ άλλου, τις έντεκα θετικές αξιολογήσεις ενισχυμένης εποπτείας και μία εκτός επιτήρησης πλέον, καθώς και τις αναβαθμίσεις από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, ο υπουργός Επικρατείας δηλώνει πως «η Ελλάδα πέτυχε μια από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές προσαρμογές από το 2020 έως το 2022 στην Ευρώπη και τη μεγαλύτερη μείωση δημόσιου χρέους στην ΕΕ κατά 35 μονάδες. Με στόχο πλέον την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα το 2023. Η κυβέρνηση λοιπόν έχει αποδείξει ότι μπορεί να κρατήσει την αναγκαία ισορροπία μεταξύ δυναμικής ανάπτυξης, δημοσιονομικής υπευθυνότητας και κοινωνικής αλληλεγγύης. Με διαρκή μέριμνα ωστόσο, κάθε πρόσθετη μονάδα ανάπτυξης να επανεπενδύεται σε αναπτυξιακές πολιτικές αλλά και να επιστρέφει ως μέρισμα σε όσους έχουν περισσότερη ανάγκη».
Και, εν κατακλείδι διερωτάται «ποιος λοιπόν μπορεί να εγγυηθεί την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας με ευεργετικές επιπτώσεις στις επενδύσεις, την απασχόληση, το ρυθμό ανάπτυξης και την κοινωνική συνοχή; Αυτοί που εργάστηκαν για να αποτελέσει η Ελλάδα την θετική έκπληξη της Ευρώπης; Ή όσοι λένε όχι στα πάντα και ναι στο τίποτα, με μαξιμαλιστικές προτάσεις που διευρύνουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα;»,
και καταλήγει:
«Στις επικείμενες κάλπες είμαι βέβαιος ότι οι πολίτες θα επιλέξουν εκ νέου συνέπεια σε αρχές και αξίες, σταθερότητα και συνέχεια. Εμπιστοσύνη δηλαδή σε μια πολιτική που θα οδηγήσει τελικά στην πολυπόθητη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας που αλγοριθμικά θα “ξεκλειδώσει” πολλά επενδυτικά κεφάλαια που σήμερα δεν μας βλέπουν λόγω της έλλειψής της. Πολύ απλά διότι κάθε άλλη λύση θα μας γυρίσει πίσω».