Με βασική θέση ότι τα μέτρα που ανακοινώθηκαν, έχουν προστατευτικό και όχι τιμωρητικό χαρακτήρα, ο υπουργός Επικρατείας ‘Ακης Σκέρτσος επέμεινε – μιλώντας στο ραδιοφωνικό σταθμό «Σκάι» – στην ανάγκη συμβίωσης με τον ιό, με «όπλα», το εμβόλιο, τα συχνά τεστ και τις μάσκες. Ενώ ταυτοχρόνως απάντησε αφενός στην κριτική γιατί οι εκκλησίες εξαιρέθηκαν από το υποχρεωτικό rapid test, αφετέρου στην πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης για επιτροπή εμπειρογνωμόνων κοινής αποδοχής.
Στο αρχικό ερώτημα αν υπήρξε κάποια καθυστέρηση ως προς τη λήψη των νέων μέτρων, εξήγησε πως «δεν μπορούμε να συγκρίνουμε την περυσινή περίοδο με τη φετινή περίοδο, γιατί πέρυσι δεν είχαμε τον εμβολιασμό. Το εμβόλιο είναι ένας καταλύτης που αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε την πανδημία (…) η κοινωνία διαθέτει αυτή τη στιγμή ένα σημαντικό ποσοστό ανοσίας έναντι του ιού, για αυτό έχουμε πει ότι δεν θα εφαρμόσουμε ξανά οριζόντια περιοριστικά μέτρα» σε οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες.
Ανατρέχοντας εξάλλου σε στοιχεία, ο υπουργός Επικρατείας ανέφερε ότι «ο πληθυσμός που έχει εμβολιαστεί ή έχει κλείσει το πρώτο ραντεβού, αυτή τη στιγμή είναι 6,7 εκατ. Επιπλέον έχουμε καταγεγραμμένους στο μητρώο COVID 415.000 ανθρώπους που έχουν νοσήσει το τελευταίο 6μηνο – 8μηνο και δεν έχουν κάνει το εμβόλιο. Επίσης υπάρχει μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού που έχει νοσήσει χωρίς να έχει διαγνωσθεί, τους υπολογίζουμε σε μισό εκατομμύριο. Άρα, 7,5 – 7,7 εκατ. πολίτες διαθέτουν εμβολιαστική ή φυσική ανοσία. Ο υπόλοιπος ενήλικος πληθυσμός είναι 1 – 1,2 εκατ. και ο πληθυσμός που διατρέχει μεγάλο κίνδυνο είναι οι πολίτες άνω των 60 ετών. Αυτοί είναι που νοσηλεύονται κατά μεγάλο μέρος, όπως δείχνουν τα στοιχεία από τα νοσοκομεία μας, και εισάγονται σε ΜΕΘ/διασωλήνωση, και ένα μέρος αυτών καταλήγει. Αυτοί που δεν έχουν εμβολιαστεί, πρέπει να τρέξουν άμεσα και να κάνουν το εμβόλιο, είναι ο βασικός τρόπος να θωρακίσουν την υγεία τους», ήταν το βασικό μήνυμα του ‘Α. Σκέρτσου.
Ανέπτυξε, συγχρόνως δε, τη στρατηγική της Πολιτείας που είναι «συμβίωση με τον ιό, λήψη όλων των κατάλληλων προστατευτικών μέτρων όπως εμβόλιο, μάσκα, τακτικά τεστ ακόμη και για τους εμβολιασμένους». Μάλιστα, ειδικά το χειμώνα «πρέπει να κάνουν εκτεταμένο testing όλοι οι πολίτες για να μπορείτε να διατηρείτε την κοινωνική και οικονομική σας δραστηριότητα».
Κληθείς να σχολιάσει τη δημοσκόπηση της εταιρείας Pulse, που εμφανίζει τους μισούς από τους ανεμβολίαστους, να είναι αμετάπειστοι, ο υπουργός Επικρατείας επιχειρηματολόγησε ότι αυτοί οι άνθρωποι που επιλέγουν να μην κάνουν το εμβόλιο εκθέτουν τον εαυτό τους και τους άλλους σε ένα μεγάλο κίνδυνο, επαναλαμβάνοντας το στοιχείο ότι οι ανεμβολίαστοι διατρέχουν από 13 ως 20 φορές υψηλότερο κίνδυνο να νοσήσουν βαριά και να διασωληνωθούν. «Τα δεδομένα υπάρχουν, έχει γίνει μεγάλη εκστρατεία ενημέρωσης και πειθούς, κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν γνωρίζει ποιοι είναι οι κίνδυνοι από τον κορονοϊό», τόνισε.
Εκτιμώντας επίσης ότι είναι 600.000 οι άνω των 60 ετών που δεν έχουν κάνει το εμβόλιο, θύμισε ότι «το σύστημα υγείας και προ πανδημίας ζοριζόταν, πιεζόταν τους χειμερινούς μήνες». Κατά συνέπεια, «θα πιεσθεί και φέτος, το γνωρίζουμε, και γνωρίζουμε ποιες είναι οι δυνατότητές του. Έχουμε κάνει τα πάντα για να αυξήσουμε τη δυναμικότητα, έχουμε διπλασιάσει τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, έχουμε προσθέσει 12.000 έκτακτο προσωπικό στο σύστημα υγείας, δεν μπορούμε μέσα σε ένα χρόνο – και δεν υπάρχει και λόγος – να δημιουργήσουμε ένα πολυτελές σύστημα υγείας, το οποίο μετά την πάροδο της πανδημίας θα εκλείψει ο λόγος να έχουμε πάρα πολλές ΜΕΘ. Διαθέτουμε όλες μας τις δυνάμεις για να κρατήσουμε το σύστημα υγείας ανοιχτό και για τους υπόλοιπους πολίτες που νοσούν πέραν του COVID», διαβεβαίωσε ο υπουργός Επικρατείας.
Ερωτηθείς για την πρόταση του βουλευτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Νίκου Φίλη, που ζητά μεγαλύτερη πίεση προς εκείνους που δεν έχουν κάνει την αναμνηστική δόση αν και θα μπορούσαν, είπε πως «είναι μια επιστημονική συζήτηση, οι πολιτικοί να μην προτρέχουν, είναι σύνθετα ζητήματα αυτά». Σε κάθε περίπτωση για την 3η δόση «δεν αργήσαμε, κινηθήκαμε το ταχύτερο δυνατόν» με βάση τις συστάσεις της εθνικής επιτροπής εμβολιασμού αλλά και την ευρωπαϊκή εμπειρία, η μόνη χώρα που έτρεξε την τρίτη δόση ήταν το Ισραήλ χωρίς επιστημονικά δεδομένα.
Αναφερθείς στους εμβολιασμένους που έχουν νοσήσει, είπε πως με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, «πάσχουν σχεδόν στο 100% από σοβαρά υποκείμενα νοσήματα, το εμβόλιο δεν είναι ελιξήριο αθανασίας». Αντιθέτως, το μικρό ποσοστό εμβολιασμένων που φθάνουν να νοσήσουν, υπογραμμίζει τη σημασία του εμβολιασμού, εξήγησε ακόμη.
Γιατί οι εκκλησίες είναι σε μεγάλο βαθμό προστατευμένες
Στο κεφάλαιο των νέων κυβερνητικών ανακοινώσεων, ο Α. Σκέρτσος δήλωσε εμφατικά ότι «τα μέτρα δεν είναι τιμωρητικά, είναι προστατευτικά της δημόσιας υγείας». Και ειδικώς για τον εκκλησιασμό, τόνισε: «η εκκλησία υπάγεται στην κατηγορία που καλύπτει ζωτικές ανάγκες, η πίστη είναι μια ζωτική ανάγκη του ανθρώπου, όπως είναι και η τροφή και η νοσηλεία. Σε αυτές τις δραστηριότητες συνειδητά και συλλογικά δεν έχουμε επιβάλει υπερβολικούς περιορισμούς. Οι περισσότεροι πιστοί είναι άνω των 50, 60 ετών, εκεί ο εμβολιασμός είναι στο 80%, αντίστοιχα και οι ιεράρχες, οι ιερείς, οι ψάλτες έχουν εμβολιαστεί σε πολύ μεγάλα ποσοστά, θεωρούμε ότι είναι χώροι σε μεγάλο βαθμό προστατευμένοι». Ενώ θύμισε ότι οι ιερείς, ως μισθοδοτούμενοι από το κράτος, υποχρεούνται σε δυο τεστ την εβδομάδα. Πάντως, κατέληξε, «οι ανεμβολίαστοι πολίτες άνω των 60 ετών πρέπει να λαμβάνουν πολύ σοβαρά μέτρα προστασίας αν αποφασίζουν να πηγαίνουν στους ναούς».
Τριπλασιασμός των ραντεβού 1ης δόσης
Παραλλήλως, όμως, ανέδειξε και ένα ακόμη στοιχείο: «βλέπουμε τις τελευταίες ημέρες τριπλασιασμό των ραντεβού για την πρώτη δόση, από τις 5- 7.000 έχουμε φθάσει τις 15- 20.000, άρα τα μέτρα αποδίδουν». Επιπλέον, «το ποσοστό 73% των εμβολιασμένων ενηλίκων είναι για τη χώρα μας και τα χαρακτηριστικά που έχει, ένα υψηλό ποσοστό», υποστήριξε επίσης υπενθυμίζοντας ότι «πέρυσι, πριν την έναρξη της εμβολιαστικής εκστρατείας, αυτοί που στις δημοσκοπήσεις έλεγαν πως σίγουρα θα κάνουν εμβόλιο, ήταν στο 33%». Η Ελλάδα είναι στο μεταίχμιο Δύσης και Ανατολής – «προφανώς θέλουμε να πάμε στη Δύση» – ανέφερε ο υπουργός με την ταυτόχρονη διευκρίνιση ότι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Πορτογαλία, έχουν κουλτούρα πολιτικής συνεννόησης και άλλη κουλτούρα μεταξύ των πολιτών. «Στο υπόλοιπο βαλκανικό χώρο τα ποσοστά είναι στο μισό του δικού μας ποσοστού, να μην ισοπεδώνουμε την προσπάθεια που έχει γίνει, είμαστε μια χώρα χωρίς οργανωμένο σύστημα πρωτοβάθμιας υγείας», πρόσθεσε.
Η σημερινή επιτροπή είναι κοινής αποδοχής
Ερωτηθείς για την πρόταση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα, για επιτροπή εμπειρογνωμόνων δημόσιας υγείας κοινής αποδοχής, ο υπουργός Επικρατείας αντέτεινε: «Η επιτροπή αυτή υπάρχει, είναι η επιτροπή δημόσιας υγείας, ήταν ίδια επί ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει αλλάξει, έχει ενισχυθεί με κάποια επιπλέον μέλη (…) άρα είναι μια επιτροπή κοινής αποδοχής».
Άλλωστε, συνέχισε, «η κυβέρνηση δεν έχει μπει σε καμία περίπτωση κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε πολιτική αντιπαράθεση ή πολιτική εργαλειοποίηση της πανδημίας. Αυτό έχει συμβεί από την αντιπολίτευση δυστυχώς -και λέω δυστυχώς γιατί τα θέματα δημόσιας υγείας δεν πρέπει να μπαίνουν στο πεδίο της κομματικής αντιπαράθεσης». Στο σημείο αυτό μάλιστα κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία ότι «στάθηκε απέναντι σε πάρα πολλές στρατηγικές επιλογές της κυβέρνησης, υπονόμευσε πολλά από όσα έχει κάνει η κυβέρνηση, από την αμφισβήτηση του εμβολιαστικού προγράμματος και της ύπαρξης του ίδιου του εμβολίου από τον πρώην υπουργό Υγείας (σ.σ. το βουλευτή Παύλο Πολάκη) που αναγκάστηκε, σύρθηκε να εμβολιαστεί όταν έγινε υποχρεωτικό στους υγειονομικούς, μέχρι και τα κίνητρα που δώσαμε».
Κίνητρα, τα οποία, όπως έκανε γνωστό, είχαν «θεαματικά αποτελέσματα: ο εμβολιασμός στις ηλικίες 18 – 25 ετών αυξήθηκε από το 15% στο 63%. 450.000 freedom pass έχουν βγει τους τελευταίους τρεις μήνες χάρη σε αυτό το μέτρο που αγκάλιασε η νεολαία».
Και στο πολιτικό «δια ταύτα», τέλος, «η κυβέρνηση εφαρμόζει μια εθνική πολιτική δημόσιας υγείας, το μόνο που χρειάζεται να κάνει η αντιπολίτευση είναι να την στηρίξει. Δεν χρειάζεται να κάνει κάτι άλλο και δεν την έχει στηρίξει».