Το ημερολόγιο έδειχνε 4 Φεβρουαρίου του 2018. Δεν ήταν μια τυχαία ημέρα: στο Σύνταγμα αναμένονταν χιλιάδες κόσμου να διαδηλώσουν με αφορμή τη συζήτηση για τη Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία λίγους μήνες αργότερα θα υπογράψει η κυβέρνηση Τσίπρα (17 Ιουνίου 2018).

Η τότε κυβέρνηση, στριμωγμένη στα σκοινιά, έψαχνε απεγνωσμένα ένα επικοινωνιακό αντίδοτο στους εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που θα βροντοφώναζαν την αντίθεσή τους εναντίον του σχεδίου για το «Μακεδονικό». Άλλωστε, ακόμα και ο Μίκης Θεοδωράκης τότε μιλούσε για «αριστερόστροφο φασισμό» και για «εθνομηδενιστές»! Ήταν τέτοια η πίεση που η κυβέρνηση της Αριστεράς και των ΑΝΕΛ αναγκάστηκαν, σύμφωνα με καταγγελίες της τότε αντιπολίτευσης και των δέκα πολιτικών προσώπων που στοχοποίησαν, να «μεθοδεύσουν» τη μεγαλύτερη σκευωρία –όπως τελικά αποδείχτηκε– από συστάσεως του ελληνικού κράτους.

Εκείνη την περίοδο τα διεθνή ΜΜΕ ασχολούνταν με τη Novartis και τις πρακτικές της, οι οποίες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού εν τέλει καταδικάστηκαν αναγκάζοντας την εταιρεία να πληρώσει δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Με μια σημαντική διαφορά: εκεί η υπόθεση αφορούσε γιατρούς που δέχονταν «δώρα»! Κάτι που δεν έγινε στη χώρα μας. Εγινε το ακριβώς αντίθετο, καίτοι το FBI είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή ότι δεν υπάρχει εμπλοκή Έλληνα πολιτικού.

Κάποιοι «μυημένοι» της σκευωρίας είχαν από καιρό ετοιμάσει και το κατηγορητήριο και στις 4 Φεβρουαρίου ξεκινά να βγαίνει στην επιφάνεια η δυσώδης υπόθεση. Την ίδια ημέρα του συλλαλητηρίου. Δημοσιεύματα σε φιλοσυριζαϊκά μέσα ενημέρωσης «αποκαλύπτουν» κάποια κατάθεση (σ.σ.: όπως αποδείχτηκε ήταν γραμμένη στο γόνατο και μάλλον κατόπιν υποδείξεων) προστατευόμενου μάρτυρα, με στόχο να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη.

Το σχέδιο μπαίνει σε πλήρη εφαρμογή: μια ημέρα αργότερα στις 5 Φεβρουαρίου 2018, ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος επισκέπτεται τον Άρειο Πάγο για να «ενημερωθεί», προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης. Η Νέα Δημοκρατία εξέδωσε ανακοίνωση, αναρωτώμενη για τον σκοπό της επίσκεψης και υπογραμμίζοντας την ανάγκη σεβασμού της διάκρισης των εξουσιών. Ο δε εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ, Παύλος Χρηστίδης, σχολίασε ότι η παρουσία του κυβερνητικού εκπροσώπου στον Άρειο Πάγο εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Απαντώντας στις επικρίσεις, ο κ. Τζανακόπουλος δήλωσε ότι η επίσκεψή του είχε καθαρά διαδικαστικό χαρακτήρα και πραγματοποιήθηκε κατόπιν εντολής του τότε πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, με σκοπό την ενημέρωση της κυβέρνησης για την ύπαρξη ή μη φακέλου σχετικά με την υπόθεση Novartis. Τόνισε ότι η συνάντηση με την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου, διήρκεσε μόλις πέντε λεπτά και περιορίστηκε σε διαδικαστική ενημέρωση.

Την ίδια, μάλιστα, ημέρα τη σκυτάλη παίρνει ο τότε αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, ο οποίος έξω από το Μέγαρο Μαξίμου κάνει λόγο για μια υπόθεση που συνιστά «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από συστάσεως του ελληνικού κράτους». Ο κ. Παπαγγελόπουλος, με εμφανώς επιθετικό τόνο, απέρριψε κάθε αναφορά σε πολιτικές διώξεις, δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «όσοι μιλούν για πολιτικές διώξεις, καλό θα είναι να μη μιλούν γιατί εκτίθενται». Η δήλωση αυτή άνοιξε ουσιαστικά τον ασκό του Αιόλου και φυσικά προκαλεί την άμεση αντίδραση της αντιπολίτευσης, που κατηγόρησε την κυβέρνηση για εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης με σκοπό την πολιτική στοχοποίηση των αντιπάλων της.

Η τότε κυβέρνηση, που είχε σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια τα… διαδικαστικά, στέλνει την επόμενη ημέρα (στις 6 Φεβρουαρίου) στη Βουλή για περαιτέρω διερεύνηση τη δικογραφία που αφορούσε την εμπλοκή δέκα πολιτικών προσώπων, συμπεριλαμβανομένων δύο πρώην πρωθυπουργών (Αντώνη Σαμαρά και Παναγιώτη Πικραμμένου) και οκτώ πρώην υπουργών.

Αμεσα το ελληνικό πολιτικό σκηνικό παίρνει φωτιά: ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, σε μια οργισμένη δήλωση, χαρακτήρισε την υπόθεση «την πιο αδίστακτη και γελοία σκευωρία που έχει γίνει ποτέ». Προανήγγειλε την κατάθεση μήνυσης κατά του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, καθώς και «των συνεργών τους, εντός και εκτός του δικαστικού σώματος». Υποστήριξε πως η υπόθεση είναι καθαρά πολιτικά υποκινούμενη και δεσμεύτηκε ότι «θα τους πάει μέχρι τέλους». Οι αντιδράσεις δεν περιορίστηκαν στον κ. Σαμαρά. Πολλά από τα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα έκαναν σφοδρές δηλώσεις κατά της κυβέρνησης και της δικαστικής διαδικασίας.

Ο τότε Ευρωπαίος επίτροπος Υγείας, Δημήτρης Αβραμόπουλος, χαρακτήρισε την υπόθεση «απόλυτη γελοιότητα» και έκανε λόγο για «ανυπόστατες φήμες». Δήλωσε πως θα κυνηγήσει «τα καθάρματα που έστησαν τη σκευωρία». Ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Βαγγέλης Βενιζέλος κατήγγειλε «οχετό συκοφαντιών» και έκανε λόγο για «πλήρη γελοιοποίηση των θεσμών». Ο πρώην υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος προανήγγειλε την κατάθεση μηνύσεων «κατά των φυσικών και ηθικών αυτουργών της ελεεινής σκευωρίας», υποστηρίζοντας ότι η υπόθεση ήταν κατασκευασμένη. Ο πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Πικραμμένος αρνήθηκε κατηγορηματικά τις κατηγορίες, εκφράζοντας θλίψη για την εμπλοκή του ονόματός του.

Όμως, η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ισχυριζόταν ότι η υπόθεση πρέπει να διερευνηθεί σε βάθος και ότι οι αντιδράσεις των προσώπων που βίωναν δολοφονία χαρακτήρα δήθεν επιβεβαιώνουν τη σοβαρότητά της. Εκείνο τον Φεβρουάριο η υπόθεση Novartis μετατράπηκε σε μια άθλια σκευωρία, που στόχο είχε τους πολιτικούς αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα. Ηταν η αρχή μιας σκοτεινής υπόθεσης, την οποία το «Μ» θα καταγράψει αναλυτικά, αρχής γενομένης από σήμερα μέχρι την ημέρα που θα ξεκινήσει η δίκη (7 Μαρτίου) των δύο πρώην κουκουλοφόρων-ψευδομαρτύρων, ήτοι της Μαρίας Μαραγγέλη και του Φιλίστορα Δεστεμπασίδη.