Ο σπουδαίος τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος είχε δώσει την τελευταία του τηλεοπτική συνέντευξη στο «Στούντιο 4» της ΕΡΤ, την Παρασκευή 31 Ιανουαρίου. Με αφορμή την αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» από τις εκδόσεις Πατάκη, ξετύλιξε το κουβάρι της ζωής και της πορείας του, μιλώντας με ειλικρίνεια για τα λάθη, τις συγγνώμες, αλλά και την αγάπη που σημάδεψε την ύπαρξή του.

Ο αγαπημένος δημιουργός, που έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Τρίτης σε ηλικία 81 ετών, μετά από μακρά μάχη με τον καρκίνο, είχε τότε επιλέξει να μιλήσει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, αποκαλύπτοντας πτυχές της προσωπικής του διαδρομής που λίγοι γνώριζαν. 

Μιλώντας για το βιβλίο του, ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε εξηγήσει πως η συγγραφή του γεννήθηκε από την ανάγκη μιας βαθιάς ειλικρίνειας. «Λες μια ιστορία, ή θα την πεις ολόκληρη ή δεν θα την πεις», σημείωνε χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι δεν ήθελε να εξιδανικεύσει ούτε πρόσωπα ούτε καταστάσεις.

Δεν δίστασε να αναφερθεί και στα προσωπικά του λάθη, όπως στο γεγονός ότι είχε υπάρξει αυστηρός πατέρας. «Ναι, έχω χτυπήσει μερικές φορές τα παιδιά μου και το έχω μετανιώσει πάρα πολύ αυτό», παραδεχόταν, προσθέτοντας με ειλικρίνεια: «Ζητάω συγγνώμη από τα παιδιά μου, ο ένας είναι 52 και ο άλλος 54».

«Ίσως, με αυτό το βιβλίο, ζητώ μια δημόσια συγγνώμη», είχε εξομολογηθεί, μιλώντας με συγκίνηση για τις σχέσεις του, τις απογοητεύσεις, αλλά και τη βαθιά ανάγκη να μιλήσει αληθινά.

«Δεν μου χρωστάνε τίποτα, δεν έχω παράπονα»

Απαντώντας στο αν θεωρεί ότι του χρωστούν κάποιοι συγγνώμη, ο Σαββόπουλος είχε απαντήσει με τη χαρακτηριστική του γαλήνη: «Δεν το σκέφτηκα ποτέ μου. Όχι, δεν μου χρωστάνε, δεν έχω παράπονα. Και αν είχα, τα έσβησα».

«Η Άσπα ήταν μικρή, έλαμπε – Δεν φοβόταν, σε κάνει ατρόμητο η αγάπη»

Ιδιαίτερη συγκίνηση προκάλεσε η αναφορά του στη σύζυγό του, Άσπα, τη γυναίκα που στάθηκε στο πλευρό του μια ολόκληρη ζωή. Ο ίδιος είχε μιλήσει με τρυφερότητα και θαυμασμό, θυμούμενος τη γνωριμία τους, όταν εκείνος βρισκόταν στη φυλακή και εκείνη ήταν ακόμη μαθήτρια Λυκείου.

«Η Άσπα ερχόταν (στη φυλακή). Ακόμα και φίλοι μου εξαφανίστηκαν – δικαιολογημένα, γιατί σου λέει “πιάνουν τώρα και τους τραγουδοποιούς;” –, πήγαν στο Λονδίνο, στη Ρώμη. Η Άσπα ήταν μικρή, ήταν στην τρίτη λυκείου. Έφερε τον κόσμο άνω κάτω, έμαθε πού είμαι και ήρθε στην ουρά, γιατί οι συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων έφερναν φαγητό στους κρατούμενους», είχε αφηγηθεί.

Με φωνή που έσπαγε, ο δημιουργός περιέγραφε εκείνη τη συγκλονιστική εικόνα:
«Οι συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων ήταν λίγο σαν χήρες και ορφανά από τον εμφύλιο, με κάτι τσεμπέρια. Η δικιά μου έλαμπε, χειλάκια μεταξωτά, ματάκια μοβ, μίνι φούστα και αγόραζε τα καλύτερα φαγητά από το ‘Select’. Δεν φοβόταν, σε κάνει ατρόμητο η αγάπη».

«Το ‘σ’ αγαπώ’ το είχαμε δύσκολο»

Ο Σαββόπουλος είχε μιλήσει επίσης για τα παιδιά του, Κορνήλιο και Ρωμανό, αλλά και για τη σχέση του με τους γονείς του. «Το είχαμε δύσκολο το “σ’ αγαπώ”. Τότε διεθνώς η μόδα ήταν η αμφισβήτηση. Ότι πρέπει όλα να αλλάξουν. Έκανα κι εγώ τις ταρζανιές μου και μετά ξαναγύρισα στον κόσμο που μου έμαθε την αγάπη – στο σόι μου, τους φίλους, τους συνεργάτες μου».