Σαν σήμερα,16 Αυγούστου του 1969, η Ελλάδα της δικτατορίας ξυπνά μέσα στο κατακαλόκαιρο με έναν παλμό που κανείς δεν περίμενε. Δεν είναι η ζέστη, δεν είναι η αργία του Δεκαπενταύγουστου που μόλις έχει περάσει.
Είναι ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής Αεροπορίας, ένα δρομολόγιο ρουτίνας Αθήνα – Αγρίνιο – Ιωάννινα, που ξαφνικά γίνεται πρωτοσέλιδο και θρύλος: ο γιατρός Βασίλης Τσιρώνης το καταλαμβάνει και το κατευθύνει στην Αλβανία.
Ο ήχος από τις προπέλες του DC-3 είναι γνώριμος στους επιβάτες. Οι περισσότεροι κάθονται ήρεμοι, άλλοι χαζεύουν το παράθυρο, άλλοι σφίγγουν το χερούλι της βαλίτσας τους. Ένας γιατρός, όμως, κάθεται με το βλέμμα καρφωμένο μπροστά. Δεν ταξιδεύει για δουλειά. Δεν ταξιδεύει για διακοπές. Ταξιδεύει για να ταράξει τον ύπνο μιας ολόκληρης χώρας.
Ξαφνικά, μέσα στο σιωπηλό βουητό της καμπίνας, σηκώνεται. Στο χέρι του κρατά δύο πιστόλια και δύο μαχαίρια. Η σύζυγός του Βαρβάρα και τα δύο παιδιά τους βρίσκονται μαζί του, σαν να έχει αποφασίσει ότι αυτός ο αγώνας δεν είναι ατομικός, αλλά οικογενειακός σταυρός. Η φωνή του σπάει τον αέρα:
«Στο όνομα της λευτεριάς και του ανθρώπου, κυριεύω αυτό το αεροπλάνο!»
Ο πιλότος παγώνει. Οι επιβάτες κοιτάζουν αποσβολωμένοι. Κάποιοι δεν ξέρουν αν πρέπει να φωνάξουν, να προσευχηθούν ή να μείνουν ακίνητοι. Η στιγμή είναι κινηματογραφική, μόνο που κανείς δεν μπορεί να πατήσει «παύση». Το δρομολόγιο έχει πλέον αλλάξει – δεν υπάρχει Αγρίνιο, δεν υπάρχουν Ιωάννινα. Υπάρχει μόνο ένα απρόβλεπτο μονοπάτι προς τον βορρά.
Στα κεντρικά της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας στην Αθήνα, οι δείκτες χάνονται. Οι ασύρματοι σιγούν. Κάποιοι πιστεύουν πως το αεροπλάνο έπεσε. Άλλοι μιλούν για μηχανική βλάβη. Κανείς δεν ξέρει ότι το DC-3 έχει ήδη μπει στον αλβανικό εναέριο χώρο. Εκεί, δύο πολεμικά MIG-21 εμφανίζονται ξαφνικά σαν μεταλλικοί ίσκιοι. Το ελληνικό αεροπλάνο δεν έχει άλλη επιλογή: κατεβαίνει στην Αυλώνα.
Το σκηνικό στο στρατιωτικό αεροδρόμιο μοιάζει με παράλογο θέατρο. Στρατιώτες, μυστικοί, κι έπειτα, απίστευτο αλλά αληθινό, μια λαϊκή ορχήστρα. Οι επιβάτες μεταφέρονται, τους παρατίθεται γεύμα, γίνονται ακόμα και ξεναγήσεις. Οι άνθρωποι που πριν λίγες ώρες ζούσαν την αγωνία της αεροπειρατείας βρίσκονται ξαφνικά θεατές μιας αλλόκοτης φιλοξενίας. Ο παραλογισμός της ψυχροπολεμικής εποχής σε όλο του το μεγαλείο.
Ο Τσιρώνης δεν κρύβεται: η πράξη του είναι μια κραυγή ενάντια στη χούντα. Θέλει να δείξει πως η Ελλάδα της επταετίας είναι μια φυλακή κι ότι οι πολίτες της πρέπει να αναζητήσουν διέξοδο – ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να καταλάβεις ένα αεροπλάνο. Για εκείνον, δεν είναι έγκλημα· είναι πολιτική διακήρυξη.
Την επομένη, στις 17 Αυγούστου, το αεροπλάνο επιστρέφει στην Κέρκυρα και από εκεί στην Αθήνα. Οι επιβάτες ανακουφισμένοι πατούν ξανά ελληνικό έδαφος, ενώ η δικτατορία στήνει φιέστα: ο αντιπρόεδρος Παττακός υποδέχεται το πλήρωμα, ο Αλέξανδρος Ωνάσης σπεύδει να τους συγχαρεί για την ψυχραιμία τους. Όλα πρέπει να φανούν «κανονικά». Μα τίποτα δεν είναι.
Για τον γιατρό και την οικογένειά του, αρχίζει άλλη οδύσσεια. Στην Αλβανία μένουν λίγο· η χώρα του Ενβέρ Χότζα δεν είναι το ασφαλές καταφύγιο που φαντάστηκε. Από εκεί περνούν στη Σουηδία, όπου ο Τσιρώνης φυλακίζεται για παραβάσεις του τοπικού νόμου, και αργότερα απελαύνεται. Η ζωή του καταλήγει σε τραγική καμπύλη: ένας άνθρωπος που ξεκίνησε με όρκο του Ιπποκράτη καταλήγει φυγάς, φυλακισμένος, κι αργότερα νεκρός κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Κι όμως, όσα κι αν έγιναν μετά, εκείνη η μέρα του Αυγούστου του 1969 μένει χαραγμένη. Γιατί δεν είναι απλώς μια αεροπειρατεία· είναι μια ιστορική στιγμή που αποκαλύπτει το αδιέξοδο μιας κοινωνίας. Ένας άνθρωπος πήρε το ρίσκο να θέσει σε κίνδυνο τον εαυτό του, την οικογένειά του και δεκάδες αθώους, μόνο και μόνο για να ακουστεί μια λέξη που τότε ακουγόταν σαν ψίθυρος: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Στην ψύχρα των αρχείων, το γεγονός καταγράφεται σαν «αεροπειρατεία προς Αλβανία». Μα για όσους το έζησαν, ήταν κραυγή, ήταν αγωνία, ήταν οι ματιές που διασταυρώνονταν μέσα στο αεροπλάνο, ήταν η παράλογη μουσική υποδοχή στην Αυλώνα, ήταν οι καρδιές που χτυπούσαν δυνατά μέχρι να ξαναπατήσουν ελληνικό χώμα.
Σήμερα, πενήντα έξι χρόνια μετά, η ιστορία του Βασίλη Τσιρώνη παραμένει γκρίζα και αμφιλεγόμενη. Για κάποιους, ήταν ένας απελπισμένος, για άλλους, ένας επικίνδυνος. Για άλλους πάλι, ένας τολμηρός που θυσίασε την κανονικότητά του για να δείξει ότι η Ελλάδα βράζει κάτω από την επιφάνεια της σιωπής.
Σαν σήμερα, λοιπόν, δεν θυμόμαστε μόνο την αεροπειρατεία. Θυμόμαστε την εποχή που ο ουρανός της Ελλάδας δεν ήταν απλώς γαλανός, αλλά γεμάτος φόβο και σιωπηρές κραυγές. Και έναν γιατρό που διάλεξε να τις μετατρέψει σε πράξη, όσο ακραία κι αν ήταν.