Όλοι γνωρίζουν ότι η φράση «έγινε Λούης» προέρχεται από τον ολυμπιονίκη Σπύρο Λούη. Αυτό που πολλοί δεν γνωρίζουν είναι ότι αποφάσισε να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 για τα μάτια μιας… Ελένης!

Ο Λούης γεννήθηκε στο Μαρούσι από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς και ο Σπύρος, από μικρό παιδί, τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό από γειτονιά σε γειτονιά.

Ο 23χρονος τότε Σπύρος Λούης ερωτεύτηκε την Ελένη Κόντου, την όμορφη ψυχοκόρη της δύστροπης Ασπασίας Τερζοπούλου, που ήθελε η κόρη της να παντρευτεί έναν πλούσιο και σπουδαίο γαμπρό. Ο Σπύρος Λούης, όμως, δεν ήταν ούτε πλούσιος ούτε σπουδαίος και δεν ήξερε γράμματα, μετά βίας κατάφερε να πάρει το απολυτήριο Δημοτικού αφού είχε μείνει δύο φορές στην ίδια τάξη και έτρωγε συνεχώς τιμωρίες για τις αταξίες του.

Όταν αποφασίστηκε να αναβιώσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1896, η Ελένη, η οποία επίσης τον αγαπούσε, τον προέτρεψε να λάβει μέρος στον μαραθώνιο, λέγοντάς του ότι αν νικούσε θα κέρδιζε την εύνοια της μητέρας της που δεν θα μπορούσε πλέον να αρνηθεί τον γάμο με έναν «ολυμπιονίκη».

Ακόμα και ο διοργανωτής των Αγώνων, συνταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος, τον προέτρεψε για τη συμμετοχή του στον μαραθώνιο, ο οποίος θυμήθηκε τις ικανότητες του πρώην φαντάρου του... Λέγεται ότι τον έστελνε να του πάρει τσιγάρα από τους Αμπελόκηπους στο Σύνταγμα και εκείνος πήγαινε και γυρνούσε πίσω σε είκοσι λεπτά.

Στις 29 Μαρτίου 1896, δεκατρείς δρομείς από την Ελλάδα και τέσσερις αθλητές από άλλες χώρες έλαβαν μέρος στον μαραθώνιο των Α΄ Ολυμπιακών Αγώνων. Όλοι έτρεξαν για το μετάλλιο, εκτός από τον Λούη που αγωνίστηκε για την Ελένη.

Ο Λούης κατάφερε να τρέξει –χωρίς καμία προπόνηση– τον μαραθώνιο σε χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα. Μάλιστα, όταν μπήκε στο Καλλιμάρμαρο για να τερματίσει το πλήθος σηκώθηκε όρθιο και άρχισε να πανηγυρίζει ζητωκραυγάζοντας: «Έλλην! Έλλην!»

Μετά τη θριαμβευτική νίκη του Λούη, ο βασιλιάς Γεώργιος τον ρώτησε τι δώρο θα ήθελε για το κατόρθωμά του.

«Έναν γαϊδαράκο να με βοηθάει με το κουβάλημα του νερού», απάντησε εκείνος. Μόνο αυτό. Ο Σπύρος Λούης δεν πήρε τίποτε άλλο. Παρά το γεγονός ότι η φήμη του έφτασε στα πέρατα του κόσμου, εκείνος γύρισε στο χωριό του, τσολιάς, με το μετάλλιο στο στήθος, την αγαπημένη του Ελένη αγκαλιά και το κύπελλο.

Δεν πήρε ποτέ μέρος σε κανέναν άλλον αγώνα, η νίκη του δεν τον άλλαξε σαν άνθρωπο και δεν εκμεταλλεύτηκε τον τίτλο του ολυμπιονίκη για να έχει οφέλη ή προνόμια.

Αφοσιώθηκε στη γυναίκα του την Ελένη και στην οικογένεια που απέκτησε μαζί της. Συνέχισε τη ζωή του ως αγρότης και νεροκουβαλητής, και αργότερα ως αστυνομικός, ενώ σπάνια εμφανιζόταν σε κάποια εκδήλωση που τον προσκαλούσαν.

Μία από τις προσκλήσεις που αποδέχτηκε ήταν από τον Αδόλφο Χίτλερ, στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 στο Βερολίνο. Εκεί προσέφερε στον φίρερ ένα κλαδί ελιάς (ως σύμβολο της ειρήνης) ενώ παράλληλα δεν τον χαιρέτισε με τον ναζιστικό χαιρετισμό, όπως έκαναν όλοι οι άλλοι προσκεκλημένοι.

Το 1938, 42 χρόνια μετά τη νίκη του μαραθωνίου, ο ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης τιμήθηκε με σύνταξη που του παραχώρησε η γενέτειρά του, κοινότητα Αμαρουσίου Αττικής.

Στις 26 Μαρτίου 1940 απεβίωσε, πάμφτωχος, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε φροντίζοντας με στοργή και αγάπη τη λατρεμένη του Ελένη, που είχε αρρωστήσει και ήταν κατάκοιτη.

Η πολιτεία τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε διάφορους αθλητικούς χώρους και δρόμους, με πιο χαρακτηριστικό την περιφερειακή λεωφόρο Σπύρου Λούη που «κυκλώνει» το Ολυμπιακό Στάδιο. Η φορεσιά με το σκούρο γιλέκο και την άσπρη φουστανέλα με την οποία νίκησε τον πρώτο και μοναδικό του αγώνα φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.