«Στη σημερινή συγκυρία, με την έξαρση της τουρκικής επιθετικότητας, η επίσκεψή μου υπογραμμίζει την ενότητα Ελλάδας και Κύπρου και την επιτακτική ανάγκη του συντονισμού μας για να διαφυλάξουμε την κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα ως κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης» τονίζει η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου σε συνέντευξή της στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, λίγα μόλις εικοσιτετράωρα πριν από την επίσημη επίσκεψή της στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Η κυρία Σακελλαροπούλου υπογραμμίζει ότι το πρώτο επίσημο ταξίδι της στο εξωτερικό δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την επίσκεψή της στην Κύπρο και σημειώνει ότι εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού δεν μπόρεσε να το πραγματοποιήσει αμέσως μετά από την εκλογή της, τον περασμένο Μάρτιο. Ωστόσο, σημειώνει, ότι με την κυπριακή πολιτική ηγεσία «βρισκόμαστε σε συνεχή συνεργασία, ώστε να επιτύχουμε την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, να τερματιστεί η τουρκική κατοχή στο νησί και να επιλυθεί συνολικά το Κυπριακό, στη μόνη δυνατή και δεσμευτική για όλους βάση: αυτή των σχετικών ψηφισμάτων των ΗΕ και της εφαρμογής του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε ολόκληρη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας». Επισημαίνει, επίσης, ότι «η Κύπρος δεν είναι μόνον ο τόπος μιας μεγάλης εθνικής τραγωδίας, της οποίας οι πληγές είναι δυστυχώς ακόμη ανοιχτές. Είναι και ο τόπος που συμπυκνώνει τη μακρά παράδοση του ελληνικού τρόπου, της γλώσσας και του πολιτισμού μας. Μία θεμελιώδης αναφορά της ιστορικής μας μνήμης και συνείδησης».

Ερωτηθείσα για την ένταση στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, που το τελευταίο διάστημα έχει φθάσει σε οριακό σημείο, καθώς και για το ποια πιστεύει ότι είναι η στόχευση της Τουρκίας, αλλά και το πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν οι πρόσφατες κινήσεις της, η κυρία Σακελλαροπούλου τονίζει ότι «Είναι προφανής τον τελευταίο καιρό η κλιμάκωση της επιθετικότητας και η όξυνση της έντασης από την πλευρά της Τουρκίας, τόσο στη ρητορική της, όσο και έμπρακτα, μέσα από μια σειρά προκλητικών ενεργειών».

Ωστόσο, διευκρινίζει ότι «Οι κινήσεις της Τουρκίας, όποια αφετηρία ή στόχευση και αν έχουν, δεν στρέφονται μόνον κατά της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων κρατών-μελών της ΕΕ, αλλά απειλούν την ειρήνη και την ασφάλεια της περιοχής ευρύτερα».

Μάλιστα, επαναλαμβάνει ότι «Η Ελληνική και η Κυπριακή Δημοκρατία παραμένουν προσηλωμένες στο Διεθνές Δίκαιο και τις σχέσεις με τους στρατηγικούς τους εταίρους. Ακολουθούμε τον δρόμο της διπλωματίας και σεβόμαστε απολύτως τις σχέσεις καλής γειτονίας. Είμαστε ωστόσο έτοιμοι, ανά πάσα στιγμή, να αντιμετωπίσουμε και να απαντήσουμε σε οποιαδήποτε πρόκληση της άλλης πλευράς. Ευελπιστώ ότι η πρόσφατη θετική κίνηση της Τουρκίας για αποκλιμάκωση δεν έγινε με βάση βραχυπρόθεσμη σκοπιμότητα, αλλά είναι προϊόν σταθερής επιλογής. Η ηρεμία που ευχόμαστε να επικρατήσει στην περιοχή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για συνεννόηση και διάλογο, με βάση πάντα τους κανόνες του διεθνούς δικαίου».

Σε άλλη ερώτηση σχετικά με την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού, την στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι σε αυτή την πρόκληση αλλά και το επίπεδο της συνεργασίας της με την Πολιτεία, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας δηλώνει ότι «η Πολιτεία και η κοινωνία επέδειξαν μέχρι στιγμής υπευθυνότητα και αίσθηση της σοβαρότητας της κατάστασης. Οι πολίτες συνεργάστηκαν με τις αρχές και κυρίως ακολούθησαν τις συμβουλές των ειδικών».

Παρατηρεί, ωστόσο, ότι «η προσπάθεια αναχαίτισης της υγειονομικής κρίσης δεν είναι ένας σύντομος αγώνας, αλλά ένας μαραθώνιος. Και οι αντοχές των κοινωνιών διεθνώς δοκιμάζονται, εξαιτίας ιδίως του δεύτερου κύματος της πανδημίας και της μεγάλης οικονομικής ύφεσης που έχει ήδη προκύψει».

Ενόψει και του δύσκολου χειμώνα που έρχεται, σημειώνει ότι «χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερη εγρήγορση όλων μας και ισχυρή υποστήριξη από το Κράτος, τόσο για να αποτρέψουμε την περαιτέρω διασπορά του ιού, όσο και για να στηρίξουμε τους πιο ευάλωτους οικονομικά και κοινωνικά συμπολίτες μας. Είναι θέμα συλλογικής και κοινωνικής ευθύνης, πέρα από τους νόμους και τις κυρώσεις».

Σε άλλη ερώτηση σχετικά με το αν η ελληνική κοινωνία βρίσκεται πλέον σε μια στιγμή όπου μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά η θέση των γυναικών στη δημόσια σφαίρα αλλά και στον χώρο της εργασίας, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποστηρίζει ότι «Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας, η ισότητα των φύλων παραμένει μια διαρκής κοινωνική διεκδίκηση απέναντι σε στερεότυπα και προκαταλήψεις».

Επισημαίνει, ακόμη ότι «Μου δίνει μεγάλη χαρά η καταξίωση των γυναικών σε θέσεις ευθύνης και που η εκλογή μου στη θέση της Προέδρου της Δημοκρατίας ενισχύει το μήνυμα αυτό. Δεν θα ξεχάσω αυτό που μου έγραψε ένα μικρό κορίτσι, μαθήτρια δημοτικού σχολείου: “ Δίνετε ένα παράδειγμα σε εμάς τα κορίτσια να βάζουμε υψηλούς στόχους και να κυνηγάμε τα όνειρά μας”».

Παρατηρεί, επίσης, ότι «Χρειάζεται να γίνουν πολλά βήματα ακόμη» και τονίζει ότι από την πλευρά της, θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να προωθήσει αιτήματα ισότητας των φύλων. «Δεν πρέπει πάντως να ξεχνάμε ότι χρέος μας να είναι στεκόμαστε πλάι σε κάθε αδύναμο μέλος της κοινωνίας μας, ανεξάρτητα από το φύλο του, την εθνικότητά του, τον σεξουαλικό προσανατολισμό του, το θρήσκευμά του ή άλλο ταυτοτικό χαρακτηριστικό» προσθέτει.

Τέλος, σε ερώτηση για τις δημόσιες παρεμβάσεις της, που σχετίζονται με την άμεση επικοινωνία της, με μέλη της κοινωνίας των πολιτών και φορείς που συνεισφέρουν στην κοινωνική ευημερία και αν είναι αυτός ένας προσανατολισμός της Προεδρίας σας και ποια η σημασία του, η κυρία Σακελλαροπούλου αναφέρει ότι ήδη, από τη θητεία της ως ανώτατη Δικαστής, είχε την πεποίθηση ότι οι θεσμοί, είτε πρόκειται για τη Δικαιοσύνη, είτε για την άσκηση δημόσιας πολιτικής, δεν πρέπει να είναι αποκομμένοι από την κοινωνία των πολιτών, ούτε να εγκλωβίζονται σε μια αυτοαναφορική και φορμαλιστική προσέγγιση.

Στο ίδιο πλαίσιο τονίζει ότι «Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να συμβολίζει και να εκφράζει την εθνική και κοινωνική συνοχή, να συνθέτει και να ενώνει. Στόχος μιας σύγχρονης δημοκρατίας είναι να ενσωματώνει, όχι να αποκλείει. Αυτό προϋποθέτει την άμεση επαφή με την κοινωνία, την ενσυναίσθηση και την κατανόηση του άλλου. Είναι η εγγύτητα και ο σωστός συγχρονισμός με τον ρυθμό της κοινωνίας που δίνει νόημα και αξία στα δημόσια αξιώματα. Ο συντονισμός με τους παραγωγικούς φορείς του τόπου μας, τους οποίους πρέπει να κινητοποιήσουμε, αλλά και με τους πιο αδύναμους που έχουν ανάγκη τη στήριξή μας».