Ακριβώς τη στιγμή του θριάμβου του, βγαίνοντας νικητής στις κάλπες που τον έστελναν ως το απόλυτο φαβορί υποψήφιο πρόεδρο των ΗΠΑ, δύο σφαίρες τερμάτισαν βίαια τα όνειρα όχι ενός ανθρώπου αλλά μιας ολόκληρης χώρας.

Ο Ρόμπερτ Κέννεντυ, ο Μπόμπυ, έπεσε βαριά τραυματισμένος για να καταλήξει μια μέρα μετά, στις 6 Ιουνίου 1968.

Ο Κιμ Φόρεστ είχε καταγράψει όλη την πορεία του Μπόμπυ Κέννεντυ σε ένα βιβλίο που ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει. Τον πρόλαβε η δολοφονία του. Στο βιβλίο με τίτλο «Ρόμπερτ Κέννεντυ: Όπως δεν τον ξέρει κανείς» προστέθηκε ένας πρόλογος που κατέγραψε τις τελευταίες ώρες και κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1968.

Σε αυτόν τον πρόλογο – έχουμε διατηρήσει την ορθογραφία- ο Κιμ Φόρεστ γράφει:

«Στις 12.15 μετά τα μεσάνυχτα της 5ης Ιουνίου 1968, ο Ρόμπερτ Κέννεντυ επλήγη με δύο σφαίρες περιστρόφου – από τις πέντε που έρριξε ο δολοφόνος εναντίον – και τραυματίσθηκε θανασίμως. Την Πέμπτην 6 Ιουνίου 1968 και ώρα 2.03 (ώρα Λος Άντζελες) ο Μπόμπυ υπέκυψε. Άφησε την τελευταία του πνοή στην πόλι που είχε πάει για να κατακτήση κι από την οποία ήλπιζε να προωθηθή στο Προεδρικό αξίωμα. Από την πόλι αυτή, μεταφέρθηκε νεκρός – μέσα σ’ ένα χάλκινο βαρύ φέρετρο, στη γενέτειρά του, ,την Νέα Υόρκη κι από εκεί στο Κοιμητήριο του Άρλιγκτον, για να ταφή δίπλα στον αξέχαστο και αδικοσκοτωμένο επίσης αδελφό του. «Μαζί με τον Μπόμπυ, ετάφησαν και πολλές ελπίδες» εδήλωσε ένα νέγρος ηγέτης. Ο άνθρωπος αυτός ήταν η γέφυρα του ζευγαρώματος του χάσματος που υπάρχει ανάμεσα στους λευκούς και τους μαύρου. Πράγματι, κατά γενική ομολογία ο Μπόμπυ, ο τρίτος τραγικός γυιος της οικογένειας των Κέννεντυ, ήταν ο άνθρωπος που στο πρόσωπό του λευκοί και μαύροι, και όλος ο κόσμος σχεδόν,, έβλεπε τον συνεχιστή της παραδόσεως που είχε δημιουργήσει ο Τζων Κέννεντυ. Μιας παραδόσεως που είχε σαν σκοπό την αξάλειψι των φυλετικών διακρίσεων και την δημιουργία μιας ειδηνικής κοινωνίας.

Ο δεύτερος Κέννεντυ που ήταν βέβαιος Πρόεδρος για την μισή και παραπάνω Αμερική, δέχτηκε τις σφαίρες του δολοφόνου στο κεφάλι. Πολλοί, πιστεύουν ότι με τον χαμό του, η ηγέτιδα χώρα του Ελεύθερου κόσμου, μπαίνει σε μια από τις κρισιμώτερες καμπές της ιστορίας της. Τα εκατομμύρια των Αμερικανών που τον συνόδευσαν είτε από κοντά, είτε νοερά στην τελευταία του κατοικία, τον λάτρευαν και τον αγαπούσαν.

Pixabay

Το «φαινόμενο Κέννεντυ» – και μάλιστα του Μπόμπυ Κέννεντυ- ήταν μια κατάστασι με την οποία ασχολήθηκαν πάρα πολλοί ειδικοί παρατηρητές και μελετητές, από την πρώτη στιγμή που εμφανίσθηκε στο πολιτικό προσκήνιο της Υπερατλαντικής Δημοκρατίας. Μετά την εμφάνισι του πρώτου Κέννεντυ, οι μάζες των Αμερικανών, άρχισαν να προσανατολίζωνται προς καινούργιους ορίζοντες. Ο Τζων Κέννεντυ, παρ’ όλο που ήταν ένας άνθρωπος μισητός για την καθεστηκυία Προτεσταντική τάξι, εν τούτοις για το μεγαλύτερο μέρος του Αμερικανικού λαού, ήταν ο ενσαρκωτής των καινούργιων ιδεών. Τα «Νέα σύνορα», που είχε οραματισθή και που είχε αρχίσει να επεκτείνη, έβρισκαν απήχησι στην καρδιά κάθε απλού ανθρώπου. Η Ουάσιγκτων, είχε γίνει το κέντρον, του συγχρόνου πολιτισμού.

Στον αγώνα που είχε αναλάβει, συμπαραστάτης και βοήθός του ήταν ο Ρόμπερτ Κέννεντυ. Ο νεαρός Γερουσιαστή, που είχε πολλά από τα προτερήματα του αδελφού του, μετά την δολοφονία του Τζων, πήρε αυτός την σκυτάλη και έγινε ο συνεχιστής του αγώνος. Η εμφάνισή του Μπόμπυ, σαν υποψηφίου για το χρίσμα του Προέδρου δημιούργησε πολλές αλλοπρόσαλλες αντιδράσεις. Οι περισσότεροι, τον έβλεπαν, σαν ένα καινούργιο Μεσσία, αλλά και για πολλούς άλλους, ήταν ένα είδος αντίχριστου. Οι Πουριτανοί και γενικά οι άνθρωποι που ήταν βαθειά προσηλωμένοι στις αδιατάραχτες παραδόσεις του Αμερικανικού έθνους άκουγαν τα κηρύγματά του, με δέος και φοβόνταν πως ο άνθρωπος εκείνος θα τίναζε στον αέρα τα θεμέλια της κοινωνίας τους. Η ρεαλιστική πολιτική του καταδικαζόταν απ’ αυτούς, σαν «τα καινά δαιμόνια», που είχε εισαγάγει, χιλιάδες χρόνια πρίν, ένας άλλος μεγάλος άνθρωπος, που και αυτός είχε παρεξηγηθή από τους συγχρόνους του.

Για τους ανθρώπους όμως που πίστευαν σ’αυτόν, ο Μπόμπυ ήταν ο αναδημιουργός, ο σύγχρονος πολιτικός, ο αναμφισβήτητος ηγέτης. Οι παρατηρητές και μελετητές που παρακολουθούσαν με αντικειμενικότητα κάθε του εμφάνιση παραδέχονταν ότι ήταν ένας ειλικρινής και δυναμικός υποψήφιος.

Πολλοί μάλιστα, που εξέταζαν βαθύτερα το «φαινόμενο Κέννεντυ» δεν δίστασαν να το χαρακτηρίσουν σαν ένα μοναδικό και πρωτόφανο στην Αμερικανική ζωή. Ήταν εντελώς διαφορετικός και εκ περιμέτρου αντίθετος ο ενθουσιασμός που προκαλούσε στα πλήθη ο Μπόμπυ, από την αγάπη και τον θαυμασμό που έδειχναν οι Αμερικανοί απέναντι σε έναν άλλον μεγάλο Πρόεδρό τους, τον Φρανκλίνο Ρούζβελτ.

«Η λατρεία του πλήθους προς τον Μπόμπυ», έγραψε ένα Άγγλος δημοσιογράφος που ακολουθούσε σε κάθε του βήμα τον μάρτυρα γερουσιαστή, «αγγίζει τα όρια παροξυσμού. Οι άνθρωποι και ιδιαίτερα οι νέοι – τον βλέπουν σαν ένα ενσαρκωμένο είδωλο. Για τους νέγρους, του Μεξικανοαμερικανούς και ορισμένες άλλες μειονότητες, ήταν σαν μια θεότητα που κατέβηκε στη γη για να τους απαλλάξει από την κακιά κληρονομιά του χρώματός τους. Πίστευαν, ότι αν τον άγγιζαν θα λυτρώνονταν, θα έφευγε από πάνω τους ο φόβος και κατατρεγμός».

Μετά την μερική αποτυχία του στην ΄Όρεγκον, ποντάριζε πολλά στις εκλογές της Ντακότα και περισσότερα της Καλλιφορνίας. Και οι ελπίδες του άρχισαν να αναπτερώνονται. Τα αποτελέσματα και στις δύο αυτές εκλογές ήταν παραπάνω από τις προσδοκίες του, ενθαρρυντικά, ήταν θριαμβευτικά. Και ο άφοβος Μπόμπυ, την στιγμή που πανηγύριζε μαζί με τους στενούς συνεργάτες του και το ανώνυμο πλήθος, την μεγαλειώδη νίκη του – την νίκη που του άνοιγε πλέον διάπλατα τον δρόμο προς τον Λευκό Οίκο, δέχθηκε τις δολοφονικές σφαίρες. Το αίμα καυτό ανάβλυσε από τα θανάσιμα τραύματα, και λέρωσε πρόσωπο, χέρια, ρούχα.

Η αγαπημένη του Έθελ, η σύντροφος της ζωής του, στις χαρές και τις λύπες, έτρεξε με λαχτάρα κοντά του. Γονάτισε δίπλα του και αγκάλιασε με πόνο τον άντρα της. Του μιλούσε σα να ήθελε να διαψεύσει τους φόβους της- σα να ήθελε να διώξει μακρυά μια φρικτή σκέψη που περνούσε μέσα από το μυαλό της- ότι θα τον χάση για πάντα. Εκείνος μόνο την κοιτούσε με ένα απλανή γυάλινο βλέμμα και άδικα πάσχιζαν να σχηματίσουν μερικές λέξεις τα χείλη του…

Ο Μπόμπυ πέθανε ύστερα από 25 ώρες πάλης με τον θάνατο. Και το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από το Νοσοκομείο ο «Καλός Σαμαρείτης», το πλήθος που μόλις πριν λίγο τον αποθέωνε, ξέσπασε σ’ ενα αβάσταχτο κλάμα.

Μαζί του έκλαιγε τώρα, όχι μόνον η μισή Αμερική αλλά ολόκληρη και μαζί μ’ αυτή και ο υπόλοιπος κόσμος. Πριν 26 ώρες ο Μπόμπυ άστραφτε από ευτυχία και χαρά.

Ήταν ο θριαμβευτής των προκριματικών εκλογών της Καλιφορνίας. Ήταν τα πάντα δικά του- ο κόσμος, οι τιμές και η δόξα. Ήταν ένας ευτυχισμένος οικογενειάρχης. Είχε δύναμι, μυαλό, χρήμα και μπροστά του ξανοιγόταν ένα περίλαμπρο μέλλον. Κι όμως, τον φθόνησε άγρια η μοίρα. Μερικά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα όλα αυτά έσβησαν – έγιναν μια όμορφη ανάμνησι που την δημιούργησε το αχνό αίμα που έτρεξε από τις πληγές του κρανίου του. Το τίμημα της νίκης του, ήταν βαρύ-το πλήρωσε με την ίδια του την ζωή. Ο θρίαμός του σφραγίστηκε με τον θάνατο…».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: