Είχε την ελπίδα να γράψει νέα σελίδα της ιστορίας της φημισμένης πολιτικής δυναστείας των Νεχρού-Γκάντι, η ένδοξη και τραγική μοίρα της οποίας είναι αξεδιάλυτη από αυτή της Ινδίας: έχοντας όμως συντριβεί από τους εθνικιστές ινδουιστές του Ναρέντρα Μόντι, ο Ραούλ Γκάντι παραιτήθηκε από την ηγεσία της αντιπολίτευσης.
Γιος, εγγονός και δισέγγονος Ινδών πρωθυπουργών, ο 49χρονος κληρονόμος ανακοίνωσε την Τετάρτη την παραίτησή του από την προεδρία του κόμματος του Κογκρέσου μετά την ηχηρή εκλογική ήττα που υπέστη ο σχηματισμός στις βουλευτικές εκλογές, οι οποίες διεξήχθησαν τον Απρίλιο και τον Μάιο.
Σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Ραούλ Γκάντι δεν κατάφερε να βρει τον τρόπο για να αντιταχθεί στο χάρισμα και τον ισχυρότατο μηχανισμό πολιτικής επικοινωνίας του πρωθυπουργού Ναρέντρα Μόντι.
Το Κογκρέσο δεν κέρδισε παρά μια πενηνταριά περιφέρειες, δηλαδή έξι φορές λιγότερες απ’ ό,τι το Κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP) του Μόντι, μια ψυχρολουσία γι’ αυτό το κόμμα-κλειδί της ινδικής πολιτικής μετά την ανεξαρτησία της χώρας το 1947, από το οποίο αναδείχθηκαν πολλοί πρωθυπουργοί της.
«Η μάχη μου ουδέποτε ήταν μια απλή μάχη για την πολιτική εξουσία. Δεν έχω κανένα μίσος ούτε θυμό έναντι του BJP, όμως κάθε κύτταρο του κόμματός μου αντιτάσσεται ενστικτωδώς στην ιδέα τους για την Ινδία», έγραψε ο Ραούλ Γκάντι στην επιστολή παραίτησής του, διαβεβαιώνοντας πως θα παραμείνει ένας «πιστός στρατιώτης του κόμματος του Κογκρέσου».
Ντυμένος πάντα στα λευκά, συχνά με γένια τριών ημερών, ο Ραούλ Γκάντι αντιμετωπιζόταν σαν ένας ντιλετάντης και χρειάσθηκε πολύ καιρό για να αναδειχθεί. Έπειτα από μια υπομονετική μαθητεία στη σκιά της μητέρας του, της Σόνια, αυτός ο εργένης τελικά τη διαδέχθηκε στα τέλη του 2017 στην ηγεσία του Κογκρέσου και ρίχτηκε ψυχή τε και σώματι στην πολιτική αρένα.
Ο Ραούλ Γκάντι, ο οποίος είχε κάποτε συγκρίνει την εξουσία με «δηλητήριο», έκανε ωστόσο δύσκολη τη ζωή του BJP τις ηημέρες που προηγήθηκαν των εκλογών, καθώς είχε φανεί πως θα απέφευγε την άνοδο των εθνικιστών ινδουιστών.
Είχε κατ’ αρχάς εμποδίσει το κόμμα αυτό να πάρει τον έλεγχο του Καρνατάκα, ενός μεγάλου κρατιδίου στον νότο, στο οποίο ωστόσο είχε έρθει πρώτο στις περιφερειακές εκλογές. Το νίκησε επίσης στις περιφέρειες Ρατζαστάν, Μάντια Πραντές και Σατισγκάρ, τρία κρατίδια κλειδί του βορρά.
Για περισσότερο από έναν χρόνο, είχε συντηρήσει έντονη πολεμική γύρω από την αγορά, τον Σεπτέμβριο του 2016, 36 αεροπλάνων Rafale από τη Γαλλία. Ο σχηματισμός του κατηγορούσε ιδιαίτερα τον Ναρέντρα Μόντι ότι προέκρινε την ιδιωτική κοινοπραξία ενός Ινδού μεγιστάνα φίλου του, σε βάρος μιας δημόσιας επιχείρησης, ως εταίρου του γάλλου κατασκευαστή Dassault.
Όσον αφορά τις μετωπικές επιθέσεις, το BJP δεν πήγε πίσω. Το κυβερνών κόμμα αρέσκεται να προσβάλλει τον «πρίγκιπα» Γκάντι, ο οποίος προέρχεται από μία από τις μεγαλύτερες οικογένειες της χώρας και ανατράφηκε σε μια χρυσή φούσκα, σε αντίθεση με τη λαϊκή προέλευση του Μόντι.
Οι επικριτές του τον στόλισαν μάλιστα με το προσωνύμιο «pappu», που σημαίνει ηλίθιος. «Μπορείτε να με προσβάλλετε, μπορείτε να με αποκαλείτε ‘pappu’, δεν έχω ούτε γραμμάριο μίσους εναντίον σας», είχε απαντήσει πέρυσι ο Ραούλ Γκάντι σε μια αξιομνημόνευτη ομιλία του στο κοινοβούλιο … πριν διασχίσει την αίθουσα για να σφίξει στην αγκαλιά του έναν φανερά ενοχλημένο Μόντι.
Ο Ραούλ Γκάντι ήρθε στον κόσμο στις 19 Ιουνίου 1970 και δεν έχει καμιά συγγένεια με τον Μαχάτμα Γκάντι. Το όνομα Γκάντι προέρχεται από τον γάμο, το 1942, της Ίντιρα Νεχρού, κόρης του ήρωα της ανεξαρτησίας και πρώτου Ινδού πρωθυπουργού Τζαουαχαρλάλ Νεχρού, με τον Φεροζέ Γκάντι.
Ήταν 14 ετών όταν η γιαγιά του, η Ίντιρα, δολοφονήθηκε από τους σιχ σωματοφύλακές της το 1984 στην κατοικία όπου ζούσε η πρωθυπουργός με όλη την οικογένειά της, και ήταν 20 ετών όταν ο πατέρας του, ο Ρατζίβ, σκοτώθηκε σε επίθεση καμικάζι το 1991.
Ύστερα απ’ αυτούς τους βίαιους θανάτους, η ιταλικής καταγωγής μητέρα του, η Σόνια, πείσθηκε τελικά να πάρει τα ηνία του ετοιμοθάνατου κόμματος του Κογκρέσου στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Το επανέφερε στην εξουσία το 2004. Μολονότι αρνήθηκε τότε να γίνει πρωθυπουργός, κυβέρνησε τη χώρα της παρασκηνιακά επί μια δεκαετία.
Κληρονόμος μιας πολιτικής δυναστείας που ανάγεται στον Μοτιλάλ Νεχρού (1861-1931), ο νεαρός Ραούλ σπούδασε στα καλύτερα σχολεία της Ινδίας, πριν φοιτήσει στο Χάρβαρντ και το Κέμπριτζ. Έζησε για ένα διάστημα στο Λονδίνο και εργάσθηκε ως σύμβουλος διοίκησης.
Το 2004 ρίχτηκε στην ινδική πολιτική θέτοντας υποψηφιότητα στην οικογενειακή περιφέρεια του Αμέτι, στο κρατίδιο Ούταρ Πραντές (βόρεια Ινδία). Η απώλεια φέτος αυτού του προπυργίου αποτέλεσε την ύστατη ταπείνωση.
(Πηγή ΑΠΕ – ΜΠΕ)