Ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη έδωσε ο Ευρωπαίος επίτροπος Προϋπολογισμού και Ανθρώπινων Πόρων Γκίντερ Έτινγκερ, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Παράλληλα, παρουσιάστηκε αισιόδοξος για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση «διαθέτει μεγάλο δυναμικό για μια συνεκτική πολιτική … ώστε να ενισχύσει σαφώς την οικονομία» και εκτιμά ότι «μια ετήσια ανάπτυξη της τάξεως του 2% θα είναι εφικτή τα επόμενα χρόνια και μάλιστα θα είναι και υψηλότερη».
«Οι επενδυτές θέλουν να έχουν σαφείς όρους. Θέλουν να έχουν εμπιστοσύνη. Νομίζω πώς τόσο ο κ. Τσίπρας όσο και ο κ. Μητσοτάκης πολύ περισσότερο απολαμβάνουν εμπιστοσύνης. Μπορεί κανείς να επενδύσει στην Ελλάδα, η κυβέρνηση είναι αξιόπιστη», προσθέτει.
Στο ερώτημα εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προστατεύσει τα κοινά μας ευρωπαϊκά σύνορά στο Αιγαίο καθώς και την κυπριακή ΑΟΖ, τονίζει: «Έχουμε και πάλι συνομιλίες για το θέμα της επανένωσης τη Κύπρου, συνεχίζονται και κάναμε τα πάντα ώστε αυτή η δυνατότητα να συνεχίσει να υπάρχει. Θα κάνουμε τα πάντα ώστε να μην πρέπει να υπάρξει χρήση όπλων. Είμαστε όμως διατεθειμένοι να επιβάλουμε οικονομικές κυρώσεις στην Τουρκία εάν παραβιάζει σαφείς νομικές υποχρεώσεις η αν κάνει παράνομες έρευνες για φυσικό αέριο». Θεωρεί δε «παραδειγματική» τη συνεργασία Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ και «τη δημιουργία υποδομών για το φυσικό αέριο για την κοινή αξιοποίησή του στις αγορές».
Μιλώντας για το μέλλον της Ευρώπης, εκτιμά ότι «το να μπορέσει να κρατήσει κανείς ενωμένη μια Ευρώπη με 27 ή 28 μέλη δεν ήταν ποτέ εύκολο και δεν θα γίνει πιο εύκολο» και προσθέτει «χρειαζόμαστε συμβιβασμούς, πρέπει να συμφωνούμε». Ωστόσο εκτιμά ότι το 2020 θα είναι το έτος της ενδυνάμωσης της Ευρώπης. Η ομιλία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου «ήταν πολύ φιλόδοξη και γι αυτό πιστεύω ότι το 2020 θα είναι το έτος της ενδυνάμωσης της Ευρώπης», αναφέρει σημειώνοντας ότι η νέα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της γερμανικής κυβέρνησης και προσθέτει:
«Οι παγκόσμιες εξελίξεις σήμερα αναφορικά με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Κίνα, τη Μέση Ανατολή, πρέπει να μας ωθήσουν να ενδυναμώσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να γίνει πιο ισχυρή, είτε πρόκειται για την ενιαία εξωτερική πολιτική, είτε για την Άμυνα και τον κοινό ευρωπαϊκό στρατό, είτε για την κοινή πολιτική έρευνας. Πρέπει να διατηρήσουμε το όνομα Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά πίσω από αυτήν να βρίσκονται ενωμένες οι χώρες-μέλη. Όλοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι μόνο μια ισχυρή ενωμένη Ευρώπη μπορεί να μας καταστήσει πιο ανταγωνιστικούς και να εξασφαλίσει την κυριαρχία μας ως οντότητα». Παραδείγματα για το πώς μπορεί να γίνει αυτό είναι ότι «πρώτον θα τεθούν σε ισχύ μια σειρά από μέτρα τα οποία θα ενισχύσουν πολύ δραστικά την οικονομία, δεύτερον θα αποκτήσουμε ένα πλαίσιο προϋπολογισμού που θα χρηματοδοτήσει το μέλλον της Ευρώπης και τρίτον η Άμυνα θα γίνει ένα ευρωπαϊκό θέμα…».
Τέλος για τη μεν ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, λέει πως «η προοπτική ένταξης που θα τους δώσουμε πρέπει να είναι αξιόπιστη, πρέπει όμως να εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις και μετά μπορούν να ενταχθούν στην ΕΕ. Το αν θα συμβεί σε οκτώ ή δέκα χρόνια είναι δευτερεύον. Πρέπει να γνωρίζουν ότι η πύλη εισόδου κατασκευάζεται και θα ανοίξει μόλις έχουν εκπληρώσει τις προϋποθέσεις».
Επιπλέον θεωρεί ότι δεν θα υπάρξει πρόοδος τα επόμενα χρόνια στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα, «η ενταξιακή προοπτική παραμένει, αλλά είναι παγωμένη», επισημαίνει. «Θα υπάρξει και μια “μετά Έρντογαν” Τουρκία, υπάρχει επίσης και μια νέα γενιά Τούρκων με καλό επίπεδο μόρφωσης, η οποία επιθυμεί την συνεργασία με την Ευρώπη. Σίγουρα δεν θα υπάρξει πρόοδος τα επόμενα χρόνια στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, το να τις διακόψει όμως κανείς θα ήταν ένα μεγάλο λάθος. Η ενταξιακή προοπτική παραμένει, αλλά είναι παγωμένη, είναι στην κατάψυξη. Εάν όμως η Τουρκία σε 5 ή 10 χρόνια επιδιώξει στα σοβαρά τις αρχές μας, τότε μπορεί να αναμένει ότι θα είμαστε και εμείς ανοικτοί σε αυτή», δηλώνει.